Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
Παλιά 05-01-08, 09:37   #1 Αρχή
ΠΛΑΤΩΝ
Φέριστος παράφρων
 
Το avatar του χρήστη ΠΛΑΤΩΝ
 
Εγγραφή: 04-06-2006
Περιοχή: Εις το ανώλεθρον ατελεύτητον άυλον
Μηνύματα: 1.862
Αποστολή μηνύματος μέσω MSN στον/στην ΠΛΑΤΩΝ
Angry Σκηνή (αλλά τι σκηνή...) Νο 3

Θα σας διηγηθώ, λοιπόν, την τελευταία ιστορία με την Μ. (συνέχεια της προηγούμενης).
Μεταφερόμαστε ξανά στην Ζάκυνθο, εκείνο το καλοκαίρι του 1988 και συγκεκριμένα στην τελευταία μας νύχτα...

Ήταν περίπου 10 το βράδυ και το καράβι της επιστροφής έφευγε στις 6:30 το πρωί. Έτσι, πρότεινα στην Μ. να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας και να την πέσουμε για ύπνο καθώς είχαμε πρωί-πρωί εγερτήριο.

Μ: Άμα θες εσύ πήγαινε. Εγώ θα περπατήσω λιγάκι και θα έρθω μετά.
- Και που θα πας μόνη σου;
- Μια βόλτα θα κάνω, το πολύ-πολύ να πιω κανένα καφέ στο στέκι μας.
- Καλά, μην αργήσεις όμως και δεν μπορείς να σηκωθείς το πρωί.
- Όχι, μην ανησυχείς.

Εγώ επέστρεψα στο ξενοδοχείο κι αφού ετοίμασα τα πράγματά μου ξάπλωσα στο κρεβάτι. Εκεί με πήρε ο ύπνος και κατά τη 1 μετά τα μεσάνυχτα, άνοιξα λίγο τα μάτια μου και διαπίστωσα ότι η Μ. δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Όπως ήμουνα, όμως, ζαλισμένος από τον ύπνο δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και ξανακοιμήθηκα αμέσως.
Μετά από μία ώρα περίπου, που ξανακοίταξα να δω αν γύρισε, είδα ότι ήμουν ακόμα μόνος μου στο δωμάτιο. Είχε πάει 2 η ώρα και δεν είχε γυρίσει.

- Τι στο καλό, σκέφτηκα. Πού να είναι τέτοια ώρα;

Σημειωτέον, ότι μέναμε στην πόλη της Ζακύνθου και όχι στο Λαγανά που φημίζεται για τη νυχτερινή του ζωή.
Στη Ζάκυνθο ήταν ελάχιστα τα μαγαζιά που έμεναν ανοιχτά μέχρι αυτή την ώρα. Τέλος πάντων, δεν μπορούσα πλέον να κοιμηθώ και άνοιξα τα φώτα περιμένοντας τη Μ. να γυρίσει. Τα κλειδιά τα είχα εγώ κι έτσι δεν μπορούσα να φύγω από το δωμάτιο γιατί μπορεί να επέστρεφε η Μ. και δεν θα μπορούσε να μπει.


Είχε πάει 3 η ώρα το πρωί και η Μ. δεν γύρισε ακόμα. Εγώ δεν άντεχα άλλο. Ντύθηκα και βγήκα έξω να την αναζητήσω. Οι πρώτες μου αναζητήσεις περιορίστηκαν στα λίγα μαγαζιά που πιθανόν να ήταν ανοιχτά. Πρώτα-πρώτα πήγα στο στέκι μας, ένα καφέ-μπαρ, κοντά στο ξενοδοχείο. Ήταν κλειστό και τα ρολά κατεβασμένα και κλειδωμένα με λουκέτο. Ανέβηκα στο μπαρ του ξενοδοχείου Strada Marina. Κλειστό κι αυτό. Πήγα και σε καναδυό μπαράκια, κλειστά κι αυτά. Στους δρόμους δεν περπατούσε ψυχή.


Είχε πάει 4 το πρωί και επέστρεψα στο ξενοδοχείο μη τυχόν και επέστρεψε η Μ. Δυστυχώς τίποτα. Η Μ. ήταν άφαντη κι εγώ κόντευα να τρελαθώ. Ξαναφεύγω από το ξενοδοχείο και αρχίζω να κάνω βόλτες στην πόλη μπας και τη βρω πουθενά. Πήγα στο λιμάνι, στις αποβάθρες, στην παραλία... Τίποτα. Πρέπει να ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος που περπατούσε εκείνη την ώρα στο δρόμο. Δεν έβλεπα ψυχή. Περπάτησα όλους τους μεγάλους και μικρούς δρόμους και δεν βρήκα ούτε ένα μαγαζί ανοιχτό. Ούτε μία παρέα που να διασκεδάζει ή να συζητάει.

Κατά τις 5 επιστρέφω στο ξενοδοχείο και ακόμα η Μ. δεν είχε φανεί!!! Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανησυχήσω ή να θυμώσω. Ειλικρινά δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Τελευταία μου ευκαιρία ήταν να εξαντλήσω στο περπάτημα ακόμα και τα τελευταία και πιο μικρά σοκάκια της πόλης. Πράγματι, δεν άφησα στενό για στενό που να μην περπάτησα. Ένιωθα ένα περίεργο αίσθημα μοναξιάς, σαν να ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη. Μια απέραντη σιωπή απλωνόταν σε όλη την πόλη. Κι αυτή τη σιωπή την έσπαγε μόνο το μακρινό ανεπαίσθητο σπάσιμο των κυμάτων στην προκυμαία, ένα μικρό φύσημα της καλοκαιρινής αύρας που κούναγε τα φύλλα των δέντρων, και το περπάτημά μου.


Ήδη κόντευε 6 το πρωί και η πόλη άρχισε να ζωντανεύει από κάποιους επαγγελματίες, που περιμένοντας το καράβι που θα ερχόταν σε λίγο, βγήκαν έξω να ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Οι πρώτοι φούρνοι και τα πρώτα μανάβικα και ιχθυοπωλεία ανοίξανε. Ο ουρανός έγινε λιγάκι πιο φωτεινός και ο ήλιος όπου να 'ναι θα ξεφύτρωνε από την Ανατολή. Προς το παρόν από την Ανατολή φάνηκε το καράβι. Έπρεπε να γυρίσω οπωσδήποτε στο ξενοδοχείο για να πάρω τα πράγματά μου.

Είχε πάει 6 και 5, και 10, κάπου εκεί τέλος πάντων. Μόλις φτάνω στο ξενοδοχείο βλέπω τη Μ. να με περιμένει έξω από την πόρτα. Με ένα απίστευτο θράσος μου λέει:

Μ: Που ήσουν και σε περιμένω τόση ώρα; (!!!!!!)
- Εγώ που ήμουν ή εσύ που ήσουν;
Μ: Τώρα δεν έχουμε το χρόνο να τα συζητήσουμε αυτά. Πρέπει να προλάβουμε το καράβι!
- Πάλι καλά που το θυμήθηκες!

Μέχρι να μπούμε στο καράβι και να τακτοποιηθούμε δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Κάποια στιγμή γυρνάω και τις λέω:
- Λοιπόν, θα μου πεις που ήσουνα όλο το βράδυ;
Μ: Δεν μ' αρέσει ο τρόπος που με ρωτάς.
- Μπα σοβαρά; Αν στο έκανα εγώ, ο τρόπος σου θα ήταν καλύτερος;
...

Η Μ. δεν απαντούσε κι αυτό με εκνεύριζε περισσότερο.
- Λοιπόν θα μου πεις;
Μ: Να... ήμουνα στο γνωστό καφέ.
- Μη λες ψέματα! Πέρασα από κει στις 2 το πρωί και ήταν κλειστό! Πες μου που ήσουν!!
Μ: Είχα κολλήσει με μία παρέα και καθόμασταν στην παραλία και μιλάγαμε και πέρασε η ώρα...
- Κι από κει πέρασα και δεν ήταν καμία παρέα εκεί. Θα μου πεις καμιά φορά την αλήθεια;

Η Μ. δεν απάντησε. Κάποια στιγμή γύρισε το πρόσωπό της προς το παράθυρο και κοίταξε προς τα έξω τη θάλασσα. Τότε την είδα να δακρύζει...
- Τι έπαθες τώρα;


Η Μ. άρχισε να κλαίει κι εγώ δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Μέσα στις κομμένες της αναπνοές μου είπε:
Μ: Σε παρακαλώ θέλω να το ξεχάσεις και να μη με ξαναρωτήσεις.
- Μα τί είναι αυτά που λες; Τι να ξεχάσω; Αφού δεν ξέρω τίποτα γαμώτο!!!
Μ: Δεν μπορώ να σου πω... Θέλω μόνο να μου ορκιστείς ότι δεν θα με ξαναρωτήσεις.
- Μα είσαι με τα καλά σου τώρα; Αν στο έκανα εγώ και έλεγα να το ξεχάσεις, εσύ θα το δεχόσουν;
Μ: Το ξέρω. Εχεις δίκιο (σκουπίζοντας τα δάκρυα), αλλά όσο κι αν επιμένεις δεν υπάρχει περίπτωση να στο πω. Οπότε καλύτερα να μην το συζητάμε άλλο.
- Αααααα... εσύ θα με τρελάνεις; Θα μου πεις επιτέλους τι έγινε;

Δυστυχώς οι προσπάθειές μου απέβησαν άκαρπες. Η Μ. δεν μου είπε ποτέ τι συνέβη εκείνη τη νύχτα... Κι άλλες φορές που τη ρώτησα δεν μου απάντησε. Μέχρι σήμερα έμεινα με την απορία. Αν και ίσως να μην είναι πια απορία...
Ο χρήστης ΠΛΑΤΩΝ δεν είναι συνδεδεμένος   Απάντηση με παράθεση