Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
Παλιά 03-03-10, 10:26   #2 Αρχή
thiseas
Gourounaros
 
Το avatar του χρήστη thiseas
 
Εγγραφή: 03-09-2009
Περιοχή: αθήνα, αιγάλεω
Μηνύματα: 317
Προεπιλογή

Παρίσι

Ο Σοπέν έφθασε στο Παρίσι στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ύστερα από ένα δεκαπενθήμερο κοπιαστικό ταξίδι από τη Στουτγκάρδη. Η ηρεμία και η τάξη δεν είχαν ακόμη αποκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Γαλλίας από την επανάσταση του 1830, που σήμανε την αλλαγή φρουράς στο γαλλικό θρόνο. Ο νέος βασιλιάς Λουδοβίκος - Φίλιππος, παρά τις φιλελεύθερες ιδέες του, δεν είχε κατορθώσει να ελέγξει τη δράση μιας μεγάλης μερίδας του γαλλικού λαού, που πίστευε στην εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Καθημερινό φαινόμενο ήταν οι διαμαρτυρίες και οι πορείες συμπάθειας για του κατατρεγμένους λαούς της Ευρώπης, ενώ πλήθος εμιγκρέδων έφθαναν καθημερινά στη Γαλλία. Το Παρίσι ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου, σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες του Ρομαντισμού άνοιγαν νέους δρόμους στην αισθητική έκφραση. Τομή στα μουσικά πράγματα ήταν η πρεμιέρα της περίφημης «Φανταστικής Συμφωνίας» του Εκτόρ Μπερλιόζ στις 5 Δεκεμβρίου 1830, ενός αντισυμβατικού έργου, που ο δημιουργός του αδιαφόρησε για τη φόρμα και τους κανόνες, προς χάρη της έκφρασης των συναισθημάτων του.

Ο νεοφερμένος Φρειδερίκος Σοπέν εγκαταστάθηκε σ' ένα μικρό διαμέρισμα και με τις συστάσεις ενός βιεννέζου φίλου του γνωρίστηκε με καθιερωμένες μουσικές προσωπικότητες της γαλλικής πρωτεύουσας. Γρήγορα, όμως, βρήκε το περιβάλλον που του ταίριαζε στον κύκλο των πολωνών εμιγκρέδων και των νεώτερων συνθετών, στους οποίους ανήκαν οι Λιστ, Μπερλιόζ, Αλκάν, Μέντελσον, Μπελίνι, ο τσελίστας Ογκίστ Φρανσόν, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ο εξόριστος συμπατριώτης του πρίγκηπας Άνταμ Τσαρτορίσκι.. Η γαλλική πρωτεύουσα με το ένα εκατομμύριο κατοίκους εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή τον Σοπέν. «...Το Παρίσι διαθέτει ότι κανείς μπορεί να επιθυμήσει... Στο Παρίσι μπορείς να διασκεδάσεις, να πλήξεις, να γελάσεις, να κλάψεις, με λίγα λόγια να κάνεις ότι θελήσεις... Κανείς δεν σε προσέχει» γράφει σε επιστολή προς τον φίλο του Τίτο Βοϊσιεκόφκσι, με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1831.

Στις 26 Φεβρουαρίου του 1832 έδωσε την πρώτη συναυλία του στο σαλόνι του κατασκευαστή πιάνων Καμίγ Πλεγιέλ και ακολούθησε ένα κοντσέρτο στη μεγάλη αίθουσα του Ωδείου τον Μάιο, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Μόλις πριν από λίγο καιρό ο Ρόμπερτ Σούμαν είχε γράψει για τον Σοπέν: «Κύριοι , υποκλιθείτε σε μια ιδιοφυία!». Η γνωριμία του με την οικογένεια των Ρότσιλντ του άνοιξε νέους ορίζοντες και τον εισήγαγε στους κύκλους της γαλλικής αριστοκρατίας, όπου απέκτησε τη φήμη λαμπρού πιανίστα, συνθέτη και δασκάλου. Τα καινούργια έργα του αυτή την εποχή περιλάμβαναν την «Μπαλάντα σε σολ ελάσσονα» και τη «Φαντασία - Αυτοσχεδίασμα» («Fantaisie-Impromptu»), τη «Μεγάλη Πολωνέζα με το Αντάντε Σπιανάτο», καθώς και μικρότερες συνθέσεις, ανάμεσα στις οποίες πολλές μαζούρκες και πολωνέζες, εμπνευσμένες από έντονα εθνικιστικά αισθήματα.

Στις 16 Αυγούστου 1835 ο Σοπέν επισκέφθηκε τη λουτρόπολη του Κάρλσμπαντ, όπου συναντήθηκε με τους γονείς του για πρώτη φορά μετά την εγκατάστασή του στο Παρίσι. Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Νικολά και η Γιουστίνα Σοπέν έσφιξαν στην αγκαλιά τους για τελευταία φορά τον διάσημο γιο τους. Δεν θα τον ξανάβλεπαν ποτέ. Στο δρόμο της επιστροφής στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο σταμάτησε στη Δρέσδη για να συναντήσει τους παλιούς φίλους του, την οικογένεια Βοτσίνσκι. Το ενδιαφέρον του τράβηξε η κόρη τους Μαρία, μία γοητευτική και καλλιεργημένη κοπέλα 16 ετών, την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Τον επόμενο χρόνο τη ζήτησε σε γάμο, όταν παραθέριζε με την οικογένειά της στο Μαρίενμπαντ. Η Μαρία δέχθηκε, αλλά αντέδρασε η μητέρα της, κοντέσα Βοτζίνσκα, η οποία ανησυχούσε για τις φήμες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του Σοπέν. Τα αισθήματα του Σοπέν για τη Μαρία Βοτζίνσκα αποτυπώνονται στα έργα του «Βαλς σε λα ύφεση μείζονα: Το βαλς του αποχαιρετισμού, έργο 69 αρ. 1» και «Σπουδή σε φα ελάσσονα, έργο 25/2».

Μετά το ναυάγιο του γάμου του με τη Μαρία Βοτζίνσκα, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον του για την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του κοντέσα Δελφίνη Ποτότσκα, προσφάτως διαζευγμένη, η οποία σχετιζόταν με το φίλο του ποιητή κόμη Ζίγκμουντ Κρασίνσκι. Η Δελφίνη έγινε για λίγο καιρό η μούσα του και γι' αυτή έγραψε το περίφημο «Βαλς σε ρε ύφεση μείζονα», γνωστό και ως «Βαλς του Λεπτού». Όμως, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της βαρώνης Ορόρ Ντιντεβάν), που ήταν συγγραφέας και ζούσε μια προκλητικά ελευθεριάζουσα ζωή για τα μέτρα της εποχής (κάπνιζε δημόσια, φορούσε αντρικά ρούχα και είχε πλήθος διάσημων εραστών).

Η αρχική τους γνωριμία έγινε στο σπίτι του στις 5 Νοεμβρίου 1835, σε γεύμα που παρέθεσε στον φίλο του συνθέτη Φραντς Λιστ και την ερωμένη του κοντέσα Μαρί ντ' Αγκού, η οποία έφερε μαζί της τη φίλη της Γεωργία Σάνδη. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε «αντιπαθητική», αλλά σταδιακά υπέκυψε στα θέλγητρά της. Στην αρχή δίσταζε να ανοιχτεί μαζί της, φοβούμενος τα σχόλια, αλλά το φθινόπωρο του 1838 η σχέση τους επισημοποιήθηκε, όταν κάμφθηκε οι όποιοι δισταγμοί του.

Με πρόφαση την κακή υγεία του έφυγε με τη Σάνδη, τα παιδιά της Μορίς (15 ετών) και Σολάνζ (10 ετών) και την υπηρέτριάς της για να περάσουν τον χειμώνα στη Μαγιόρκα. Τα δύο προηγούμενα χρόνια ο Σοπέν ταλαιπωρούταν από έντονο βήχα και αιμοπτύσεις (συμπτώματα φυματίωσης), αλλά οι γιατροί τον καθησύχαζαν, λέγοντάς του ότι επρόκειτο για γρίπη. Η Σάνδη νοίκιασε ένα σπίτι στα περίχωρα της Πάλμα και έζησαν ειδυλλιακά, ώσπου ο Σοπέν αρρώστησε. Όταν ο ιδιοκτήτης άκουσε φήμες για φυματίωση του Σοπέν τους ζήτησε να το εγκαταλείψουν. Έπαιξε ρόλο και το κουτσομπολιό των περιοίκων, όταν έμαθαν ότι το ζευγάρι δεν ήταν παντρεμένο.

Έτσι, αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο σ' ένα μοναστήρι στο απομακρυσμένο χωριό Βαλντεμόζα (15 Δεκεμβρίου 1838). Το κρύο, η υγρασία και η κακή διατροφή υπονόμευσαν ακόμη περισσότερο την εύθραυστη υγεία του Σοπέν. Η Σάνδη πήρε την απόφαση να εγκαταλείψουν αμέσως τη Μαγιόρκα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί ο Σοπέν σε μια από τις πιο παραγωγικές του περιόδους συνέθεσε κάποιες Πολωνέζες από το έργο 28, δύο Πολωνέζες από το έργο 40, το «Σκέρτσο αρ. 3, έργο 39», τη «Μαζούρκα σε Μι ελάσσονα, έργο 41», ενώ αναθεώρησε δύο παλιότερα έργα του, τη «Μπαλάντα αρ. 2, έργο 38» και τη «Σονάτα αρ. 2, έργο 35».

Στις 18 Φεβρουαρίου 1839 αποβιβάστηκαν στο πλοίο «Ελ Μαγιορκέν» με προορισμό τη Βαρκελώνη. Οι κακές συνθήκες που επικρατούσαν στο πλοίο προκάλεσαν έντονο βήχα και νέα αιμόπτυση στον Σοπέν, που μετά δυσκολίας κατόρθωσε να σταματήσει ο γιατρός του πλοίου. Τους συνέστησε να παραμείνουν για λίγες μέρες ακόμη στη Βαρκελώνη μέχρις ότου γίνει καλά. Στις 22 Φεβρουαρίου ο Σοπέν, η Σάνδη, τα δύο παιδιά της και η υπηρέτρια πάτησαν επί γαλλικού εδάφους και συγκεκριμένα στη Μασσαλία. Εκεί έμειναν έως τον Μάιο, όπου χάρη στη φροντίδα ενός έμπειρου γιατρού ο Σοπέν συνήλθε και άρχισαν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στο Παρίσι.

Στις 26 Απριλίου 1841, ο Σοπέν επανήλθε στις συναυλίες με ένα ρεσιτάλ στο σπίτι του Πλεγιέλ, ενώ προσκλήθηκε να παίξει στα ανάκτορα του Κεραμεικού για τον βασιλιά Λουδοβίκο - Φίλιππο. Παρά τα οικονομικά οφέλη, η ψυχολογική πίεση που του ασκούσαν αυτά τα κοντσέρτα ήταν μεγάλη κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στα μαθήματα για να εξασφαλίσει μια μόνιμη πηγή εσόδων. Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Αυτά τα έσοδα και οι αυξανόμενες παραγγελίες για νέα έργα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια άνετη ζωή.

Το ζήτημα της υγείας του επανερχόταν κάθε τόσο. Το Μάρτιο του 1840 ο βήχας άρχισε να τον τυραννάει και πάλι. Ένιωθε αδύναμος και άκεφος και η Σάνδη κάλεσε τον προσωπικό της γιατρό, ο οποίος μαζί με τον γιατρό που τον παρακολουθούσε καθόρισαν τη νέα θεραπευτική αγωγή, καθώς δεν πίστευαν ότι πάσχει από φυματίωση. Κάθε καλοκαίρι η Γεωργία Σάνδη τον έπαιρνε στο εξοχική της στη Νοάν για να αναπνεύσει καθαρό αέρα και να αναπαυθεί. Συχνά καλούσαν στενούς φίλους τους, όπως τη μετζοσοπράνο Πολίν Βιαρντό και τον ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά. Στη Νοάν ο Σοπέν έγραψε πολλά από τα πιο ευρηματικά έργα του, όπως τη «Φαντασία σε φα ελάσσονα» (1840-1841), «Βαρκαρόλα» (1845-1846), «Μπαλάντα σε λα ύφεση μείζονα» (1840-1841), την «Μπαλάντα σε φα ελάσσονα» (1842) και τη «Σονάτα σε σι ελάσσονα» (1844). Παρά την άμεμπτη στάση του απέναντι στα παιδιά της Σάνδη, η σχέση του με τον γιο της Μορίς ήταν προβληματική, ενώ αντίθετα πολύ καλή με την κόρη της Σολάνζ, η οποία βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τη μητέρα της.

Στις αρχές του 1844 ήρθε στο Παρίσι η Τζέιν Στέρλινγκ, κόρη τραπεζίτη από τη Σκωτία, για να πάρει μαθήματα πιάνου από τον Σοπέν. Η Στέρλινγκ λάτρευε τη μουσική του, αλλά και τον ίδιο τον συνθέτη. Ο έρωτάς της δεν βρήκε ανταπόκριση, γιατί ο Σοπέν αγαπούσε τη Σάνδη. Την έκανε, πάντως, να μισεί θανάσιμα τη Σάνδη, της οποίας δεν εκτιμούσε ούτε τη συμπεριφορά, ούτε το έργο. Δεν δίσταζε να λέει ότι ο δεσμός αυτός έκανε κακό στον Σοπέν. Στις 25 Μαΐου 1844, ο Σοπέν πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του Νικολά, ο οποίος είχε σβήσει στις 3 Μαΐου σε ηλικία 73 ετών. Το φοβερό αυτό νέο συγκλόνισε τον συνθέτη. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και δεν ήθελε να δει κανέναν, ακόμη και τη Σάνδη. Πάντως, την περίοδο εκείνη έγραψε δύο σπουδαία έργα, το «Νανούρισμα» και τη «Σονάτα σε σι ελάσσονα», τα οποία εκδόθηκαν το 1845.

Με την πάροδο του χρόνου, η σχέση του Σοπέν με τη Σάνδη άρχισε να θαμπώνει. Οι συγκρούσεις τους ήταν καθημερινό φαινόμενο και ο Σοπέν έγινε μελαγχολικός και ιδιότροπος. Η οριστική ρήξη επήλθε το καλοκαίρι του 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν, η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της, επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά τον γλύπτη Ογκίστ Κλεσινζέ. Στην επιστολή της με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1847 αναφέρει: «...Αντίο φίλε μου. Μακάρι να γιατρευτείτε απ' όλα τα δεινά σας. Θα ευχαριστώ πάντα το Θεό γι' αυτή την ανεπάντεχη κατάληξη της εννιάχρονης αποκλειστικής φιλίας. Να μαθαίνω νέα σας πότε - πότε. Θα ήταν άσκοπο να γυρίσουμε στα παλιά...»

Μόνος κι έρημος ο Σοπέν και με επιβαρυμένη την υγεία του αποδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1848 την πρόσκληση από την Τζένι Στέρλινγκ να επισκεφθεί την Αγγλία και τη Σκωτία. Τον Απρίλιο, κι ενώ το Παρίσι βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, πέρασε στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Έως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πραγματοποίησε ένα εξοντωτικό κύκλο μαθημάτων, εμφανίσεων και δεξιώσεων στο Λονδίνο. Εκεί συναντούσε τον Κάρολο Ντίκενς, τον Τόμας Καρλάιλ και την Τζένι Λιντ, που δεν έχανε καμία εμφάνισή της στην όπερα. Τα οικονομικά του βελτιώθηκαν σημαντικά, αλλά το πρόβλημα με την υγεία του επιδεινώθηκε, εξαιτίας και της μολυσμένης ατμόσφαιρας του Λονδίνου. Έτσι, αποφάσισε να ξεκουραστεί, φιλοξενούμενος σε σπίτια αριστοκρατών φίλων της Στέρλινγκ στη Σκωτία. Τότε κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες που ήθελαν τον Σοπέν με τη Στέρλινγκ να έχουν αρραβωνιαστεί, αλλά αποδείχθηκαν ανυπόστατες.
Ο χρήστης thiseas δεν είναι συνδεδεμένος   Απάντηση με παράθεση