Κάνε Μου Λιγάκι Μπλουμ
του Αύγουστου Κορτώ
(Το ακόλουθο κείμενο βρέθηκε εντός ντιβανοκασέλας το έτος 2079 από τους κληρονόμους αφανούς συγγραφέα που ωστόσο ερίζουν ακόμη για την αμύθητη περιουσία του, προϊόν της επαναστατικής του επινόησης: μιας δίαιτας με σοκολάτα που σε αφήνει μισό [η πατέντα του ήταν να τρως όση σοκολάτα θέλεις, αλλά μέσα σε τζακούζι με αραιωμένο θειικό οξύ]. Τους παραδόπιστους συγγενείς περίμενε όμως μεγάλη απογοήτευση, καθώς το μπαούλο δεν περιείχε, ως ήλπιζαν, σεμέν, τσεβρέδες, γκομπλέν και σιθρού κεντητές καμιζόλες με μπιμπίλα στο στρίφωμα, αλλά διάφορα εν πολλοίς ακατάληπτα κείμενα, ένα εκ των οποίων δημοσιεύεται κάτωθι. [Σημείωμα του εκδότη, που πλέον είναι υπολογιστής, οπότε εκδίδει ό,τι να ’ναι.])
Γράφει ο μέγας μάγος Εμπειρίκος στα Πουλιά του Προύθου:
Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει […]
Ωστόσο, πολλές φορές ουρλιάζουμε κι εμείς μαζί με τη θάλασσα, είτε απ’ τη χαρά μας, είτε απ’ τον πόνο επειδή πατήσαμε αχινό και μας έγινε το ποδάρι πελότα, απ’ τα γέλια μ’ αυτά που βλέπουμε, για να προκάμουμε τον λουκουματζή πριν πάει στο επόμενο beach bar που παίζει Χατζηγιάννη (
Χέρια κουλά / τσουρέκια σ’ τα κάνω / αχ να σ’ έπνιγα / με χορδή από πιάνο) σε θανατηφόρα ντεσιμπέλ, ή τέλος διότι μόλις πέρασε τεκνό κολασμένο, που θα ’θελες να το ρωτήσεις, όταν τρώει μακαρόνια, το ρεγκάτο το τρίβει στους ορθούς κοιλιακούς ή το κάνει σαγανάκι ανάμεσα σε πήχη-δικέφαλο;
Εις μνήμην λοιπόν του βαθυσκάφους που ήμουν κάποτε, ας καταδυθώ σε γαλανές αναμνήσεις συνευρέσεων με το υγρό στοιχείο…
Τα τσίσα της αθωότητας
Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι η θάλασσα ξυπνά το μωρό παιδί μέσα μας – απόδειξη ότι, με το που μπαίνουμε, κατουριόμαστε απ’ τη χαρά μας. Όμως για τους μπόμπιρες, εξίσου ηδονική είναι και η ανακάλυψη του θαύματος που λέγεται πισίνα: μιας θάλασσας μικρής και καταγάλανης, χωρίς μαύρα και φύκια, όπου ξέρεις πού πατώνεις, και πάνω απ’ όλα, όπου μπορείς να παίρνεις φόρα και να ρίχνεις βουτιές με λύσσα, μέχρι να ενοχλήσεις την κυρία που διαβάζει στη σεζλόνγκ και να σου κάνει παρατήρηση, και να ’ρθει τρέχοντας η μάνα να της τραβήξει ένα σκατοψύχι όλο δικό της, που τόλμησε η χαμχούγια να μαλώσει το σπλάχνο της.
Είναι λοιπόν το Κορτόπουλο γύρω στα 5, που ’χει πλέον μάθει να κολυμπά χωρίς μπρατσάκια και δεν το χωράει ο τόπος απ’ το καμάρι, και οι γονείς του το πηγαίνουν για πρώτη φορά σε ξενοδοχείο με πισίνα (η οποία, ακόμα κι αν είχε μέγεθος γούρνας, στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ωκεανός γαλήνης). Μέχρι τότε, βεβαίως, εγώ και η κύστη μου είχαμε γνωρίσει μόνο το απέραντο γαλάζιο ουρητήριο της θαλάσσης, οπότε ο μπαμπάς μου, προς νουθεσίαν τέκνου, με πιάνει και μου λέει, Πετράκη, όταν μας έρχονται τα τσίσα μας μέσα στην πισίνα, βγαίνουμε και πηγαίνουμε στην τουαλέτα. Κι επειδή απ’ την φρενιασμένη πρεμούρα στα μάτια μου είχε καταλάβει ο δόλιος πατέρας ότι δεν είχα ακούσει λέξη και τον είχα συνδεδεμένο με τη γεννήτρια καθώς μ’ έτρωγε το είναι μου να βουτήξω, πρόσθεσε και την εξής απειλή (που αν δεν αληθεύει και δεν συνέβη ποτέ, πρόκειται για αστικό θρύλο ισάξιο μ’ αυτόν που κυκλοφορεί για τον Παΐσιο: πως αν σταθείς μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου και πεις τρεις φορές τ’ όνομά του κι έπειτα σβήσεις το φως, ο γέροντας εμφανίζεται ξαφνικά από πίσω σου και σου κάνει ευχέλαιο και πας από έμφραγμα με τη μία): ότι η πισίνα έχει μέσα ένα μαγικό φίλτρο, που έτσι και χυθεί έστω και μία σταγόνα κάτουρο, παίρνει χρώμα κατακόκκινο, και σε προδίδει και γίνεσαι ρεζίλι.
Οπότε μπαίνω κι εγώ κι αρχίζω να τσαλαβουτάω, αλλά η προειδοποίηση του μπαμπά με είχε προβληματίσει βαθύτατα – κοινώς, δεν έβλεπα την ώρα να διαπιστώσω κατά πόσον ευσταθούσε. Αρχίζω λοιπόν να τα αμολάω κανονικότατα, κοιτώντας με αδημονία το νερό και περιμένοντας να σχηματιστεί γύρω μου ένα κόκκινο νέφος σαν την πρώτη πληγή του Φαραώ, που ’γινε το νερό αίμα και τους γάμησε τ’ ασπρόρουχα. Κι όταν είχα πλέον αδειάσει και τίποτα δεν είχε συμβεί, πατάω μια φωνή στεντόρεια, όλο αγανάκτηση: «
Μπαμπά! Τόση ώρα κατουράω, και το νερό είναι ακόμα γαλάζιο!»
Απάντηση στο μυστήριο δεν έλαβα (οι γονείς μου για το υπόλοιπο απόγευμα προσποιούνταν τους άκληρους), αλλά χάρη στη μεγαλόφωνη δήλωσή μου, η πρώτη μου επαφή με πισίνα ήταν άκρως απολαυστική, καθώς για κάποιο περίεργο λόγο την είχα όλη στην αποκλειστική μου διάθεση…
Ο ανεπρόσκοπος
Για λόγους που πλέον δεν θυμάμαι, γύρω στα 10-11 αποφάσισα να γενώ ναυτοπρόσκοπος, διότι αφ’ ενός με πήγαινε το μπλε, αφ’ ετέρου οι κανονικοί οι πρόσκοποι παγαίνανε στα δάση και στα ρουμάνια, ένθα ελλοχεύουν ένα σωρό σκιαχτικά ζούδια-μαμούνια-άγρια θεριά, και κατά τρίτον επειδή κάπου μέσα μου είχα ψυλλιαστεί διαισθητικά ότι όπου ναύτης και χαρά, η παρτάλω πρώτη.
Να μην σας τα πολυλογώ, οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν οικτρά. Η όλη εμπειρία ήταν μια απογοήτευση κολοσσιαίων διαστάσεων: κατ’ αρχάς οι έτεροι ναυτοπρόσκοποι ήταν στην συντριπτική τους πλειονότητα κάτι άχαρα μειράκια τίγκα στο καυλόσπυρο, κι επιπλέον αντί να ξανοιγόμαστε με σχεδίες σε ερημονήσια, είχαμε τρελαθεί στη φασίνα, που σαν να μην έφτανε ότι έχανα τον πρωινό μου ύπνο τα Σαββατοκύριακα, έπρεπε μετά, μασκαρεμένος σε διασταύρωση Τσαρούχη-Μποτέρο, να κάνω λάτρα στο 789ο Τμήμα Προσκόπων, για να κερδίσω το παράσημο του κορυφαίου σφουγγαριστή.
Τα πράγματα ωστόσο σκάτωσαν τελείως (και κυριολεκτικώς), τη μέρα της πολυαναμενόμενης παρθενικής (αχ!) εξόρμησής μας επί των θαλασσίων υδάτων. Διότι ως θάλασσα επελέγη μια παραλία στη Νέα Κρήνη της Καλαμαριάς, η οποία, τω καιρώ εκείνω, είχε περιεκτικότητα σε σκατό περί το 87%, με το υπόλοιπο 13% να απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από σερβιέτες και πάνες που ευσυνείδητοι περίοικοι πετούσαν στη χέστρα τους, και μια ιδέα νερό όπου επιβίωναν μόνο μεταλλαγμένα ψάρια.
Σπρώχνουμε (ή, όπως ορθότερα λέμε απάνω, ζμπρώχνουμε) το λοιπόν τα έρμα ναυτοπροσκοπάκια τη σκούνα Βαγγελή που θα μας πάει βόλτα στον ερωτικό Θερμαϊκό, κι ανεβαίνουμε στο μακρόστενο σκάφος. Έλα όμως που έπρεπε να σηκώσουμε και πανί! Ε, κι όπως ο μπροστινός μου πάει να φέρει απότομα προς τα πίσω αυτό το βαρύ το ματσούκι το οριζόντιο (γνώστης ναυτικής ορολογίας, όχι μαλακίες) κι εγώ είμαι σκυμμένος, σηκώνω απότομα το κεφάλι και τρώω το μαδέρι στο δόξα πατρί.
Για μερικά δευτερόλεπτα έχασα το φως μου. Κι όταν το ξαναβρήκα, ήμουν ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στο κοφτερό σπασμένο-βότσαλο-κοχύλι της ‘παραλίας’, μούσκεμα απ’ την κορφή ως τα νύχια στο ακατονόμαστο ‘νερό’, βήχοντας, φτύνοντας και καρτερώντας εις μάτην τον αρχηγό της ομάδας (ένα δεκαεξάχρονο που θα μπορούσε να περισώσει κατά τι τον ολέθριο τούτο απόπλου).
Περιττό να προσθέσω πως το καρούμπαλο που φύτρωσε στην κούτρα μου κι έκανε ένα μήνα να υποχωρήσει, καθώς και τα δέκα απανωτά καυτά ντους (αν και το σωστό είναι ντουζ) που έκανα για να φύγει από πάνω μου η γλίτσα, σήμαναν το τέλος της βραχύβιας παραμονής μου εντός του σώματος των ναυτοπροσκόπων.
Τζάμπα καίει η γάμπα
Fast forward, ή μάλλον fat forward στα χρόνια της (σχετικής, έως κατ’ όνομα και μόνον) ωριμότητας, όταν πλέον η ανθρωπότης ψέκασε-ψέκασε την καούκα με τη λακ και την άπλυτη μασκάλη με το αποσμητικό και είχε ανοίξει μια τρούπα στην οζονόσφαιρα να με το συμπάθιο, καθιστώντας το μαύρισμα απ’ τον ήλιο μακράν πιο επικίνδυνο απ’ το μαύρισμα από ξύλο. Εμείς, όμως, οι γεννηθέντες τον περασμένο αιώνα, που περάσαμε ένα σωρό ανέμελα παιδικά καλοκαίρια ροβολώντας με τις ώρες στην άμμο την ξανθή, δυσκολευόμαστε ακόμα να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι προτού ξετσουμίσεις απ’ τη σκιά της ομπρέλας, πρέπει πρώτα να παστωθείς με μισό κουτί αντηλιακό στουμπέτσι, απ’ τη ρίζα των μαλλιών μέχρι τη φτέρνα. Έτσι κι εγώ, ένα καλοκαίρι πριν μερικά χρόνια, την πάτησα μεγαλοπρεπώς, όντας εν αγνοία μου αμελής στο θέμα ‘προστασία απ’ τον ήλιο’.
Είχα που λέτε πασαλειφτεί με δυο σωληνάρια – καθώς τότε είχα και τέσσερα στρέμματα πετσί, σφιχτό σαν τις μαγούλες του μολοσσού – και την είχα πέσει σε μια ξαπλώστρα ξύλινη ενισχυμένη διότι στις απλές βούλιαζα επί τόπου μαζί με το πανί, και προσπαθούσα να αποφασίσω κατά πόσον το ισορροπημένο πρωινό που είχα φαρμακώσει προ μίας ώρας (ένα κουτί κουάκερ και δυο κουτιά μερέντα αχταρμά σ’ ένα μπολ) στοιχειοθετούσε κανονικό γεύμα ή όχι, και άρα αν έπρεπε να περιμένω άλλο ένα δίωρο προτού βουτήξω στα ευλογημένα νερά του Παλιουρίου, όπου η κορμάρα μου η αυθαίρετη/δίπατη/και με διπλό δώμα στην ταράτσα θα δροσιζόταν, μένοντας συγχρόνως κρυμμένη απ’ τον δίκης οφθαλμόν των λουομένων, οι οποίοι με το που με αντίκριζαν έκρυβαν τα πρωτότοκα παιδιά τους.
Καθ’ ότι όμως ανάμεσα στα χέρια και τα πόδια μου παρεμβάλλονταν τέσσερις σαμπρέλες νταλίκας από ατόφιο ξύγκι, δεν μπορούσα να φτάσω χαμηλότερα απ’ το γόνατο χωρίς να ρισκάρω να σκιστεί η σκελέα Χ³²L που φορούσα και που ήτο ήδη τσίτα, οπότε και είχα αφήσει τις τορνευτές ως κίονες του Τατζ Μαχάλ γαμπίτσες μου απροστάτευτες απ’ τον μοχθηρό ηλιάτορα. Επιπλέον, περί χώνεψη και χαλάρωση παρά θιν’ αλός, είχα φέρει μαζί μου το ‘Ταξίδι στην άκρη της νύχτας’ του Σελίν, που το ’χα πρωτοδιαβάσει στα δυόμισι, στο πρωτότυπο, πριν καν μάθω να χρησιμοποιώ το γκιογκιό, και μου ’χε αλλάξει τη ζωή (προκαλώντας μου τέτοια θανάσιμη βαρεμάρα, που αποφάσισα να εγκαταλείψω την υψηλή λογοτεχνία και να αφοσιωθώ στις πλαστελίνες) με αποτέλεσμα μετά από μερικές σελίδες να με πιάσει ύπνος βαθύς.
Όταν ξύπνησα μετά από κάμποση ώρα (από ευγενικό άγγιγμα υπαλλήλου του beach bar ο οποίος ήθελε να διαπιστώσει κατά πόσον το ντουγκόνγκ [γνωστό και ως θαλάσσια αγελάδα] στην ξαπλώστρα τα ’χε κακαρώσει, οπότε έπρεπε να φωνάξουν το τμήμα κηδειών της WWF και γερανό), τα καημένα τα ποδαράκια μου απ’ το γόνατο και κάτω είχαν τσουρουφλιστεί σε τέτοιο βαθμό, που με το ζόρι κατάφερα να σηκωθώ τρεκλίζοντας και να επιστρέψω οδικώς στο δωμάτιο που νοίκιαζα.
Παρά τον απερίγραπτο πόνο και την απελπισία μου, ωστόσο, η λογική πρυτάνευσε, και θυμήθηκα ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η καλύτερη και πιο άμεση ανακούφιση επιτυγχάνεται με επάλειψη του εγκαύματος με γιαούρτι. Κι όπως κάθε ευτραφής άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και τα ζωτικά του ψεύδη, είχα πάντα στο ψυγείο μου κάμποσα γιαούρτια, και συγκεκριμένα αυτούς τους κουβάδες που ’χουν μέσα γιαούρτι, κομμάτια φρούτων και δημητριακά, και είναι πλήρη γεύματα (λέμε τώρα), που το τρως το πλήρες γεύμα μαζί με τον κεσέ και μετά παίρνεις όπως είσαι τηλέφωνο την Pizza Capri και παραγγέλνεις δύο καλτσόνε οικογενειακά με την οικογένεια ολόκληρη μέσα για να λαδώσει τ’ αντεράκι σου. Οπότε πασαλείβω με φούρια δυο γιαούρτια στις γάμπες μου (το ’να φράουλα, το άλλο ανανά), και γέρνω στο κρεβάτι αποκαμωμένος απ’ τις επικύψεις και πάω να πιάσω το κινητό να παραγγείλω delivery, διότι όσο να πεις η θάλασσα την ανοίγει την όρεξη (ακόμα κι αν δεν έχεις βρέξει μήτε τα νυχοπόδαρα – εμένα τότε η θάλασσα μου άνοιγε την όρεξη ως και χειμώνα σε ορεινό χωριό), αλλά πού κινητό; Μες στην συμφορά που μ’ είχε βρει είχα φύγει άρον-άρον απ’ την παραλία, ξεχνώντας κινητό και τσιγάρα στο τραπεζάκι της ξαπλώστρας. Κι ακόμα κι αν από κάποιο θαύμα έβρισκα τη δύναμη να επαναλάβω τη διαδρομή μέχρι το Ξενία, δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι θα το ’βρισκα. Άκαπνος λοιπόν, καμένος, και με το στομάχι μου να βρυχάται, μετά από λίγο πήρα τη μεγάλη απόφαση, λέγοντας, μισή ντροπή δική μου, και η άλλη μισή δική μου κι αυτή, και πιάνοντας την κουτάλα την ξύλινη του ανακατέματος για να φτάνω, άρχισα να ξύνω με προσοχή το γιαούρτι απ’ τις (ευτυχώς άτριχες) γάμπες μου και να το μεταφέρω στην αδιακρίτως χλαπακιάζουσα καταβόθρα μου.
Που, δοθέντος και του φαινομένου της απολέπισης, το λες και κανιβαλισμό.
Η εκδίκηση της εκδίκησης
Η οικογένειά μου είχε πολλούς λεξιπλάστες και εισηγητές νεολογισμών και οικιακών ιδιωμάτων, που μονάχα λίγοι και εκλεκτοί καταλάβαιναν.
Η μάνα μου, για παράδειγμα, αποκαλούσε τις άσπρες πλαστικές καρέκλες, αυτά τα φτηνιάρικα τέρατα που ωστόσο είναι και τέρατα αντοχής, εκδικήσεις. Η ετυμολογία; ‘Η εκδίκηση της γυφτιάς’, το δισκογραφικό έπος των Ξυδάκη-Ρασούλη (με τον αείμνηστο Νίκο Παπάζογλου, που τίμησε με τη φιλία του τον πατέρα μου, και που μια νύχτα του ’99 άνοιξε και σε μένα τις πόρτες του θρυλικού του στούντιο για να ηχογραφήσω τα πρώτα τρισάθλια κομμάτια μου), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, για πολλά χρόνια, τις καρέκλες αυτές εμπορεύονταν σχεδόν αποκλειστικά Ρομά, απ’ τις καρότσες των ημιφορτηγών τους.
Βρίσκομαι λοιπόν σε έτερη εκπάγλου καλλονής παραλία της Χαλκιδικής, κι επειδή την προηγούμενη μέρα είχα ξεχαρβαλώσει μια ετοιμόρροπη ξαπλώστρα και κόντεψα να βρω τραγικό θάνατο και είχε γελάσει όλο το πρώτο πόδι με τα χάλια μου, έχω φέρει μαζί μου μια εκδίκηση, την οποία και στήνω κάτω απ’ την ομπρέλα, αποφασισμένος να ατενίσω τους καλλίπυγους λουομένους καθιστός ως Γκούσταφ φον Άσενμπαχ κατόπιν θεραπείας με κορτιζόνη ή φουσκώματος με μηχανική τρόμπα.
Και καθώς δεν είχα φράουλες εύκαιρες, είχα φέρει κι ένα καρπούζι ίσαμε το κεφάλι μου μεγάλο, και κρύο-κρύο απ’ το ψυγείο, το οποίο κι έσπευσα να απολαύσω κατά τον τρόπο του τρωγλοδύτη που έχει μόλις κατασκευάσει το πρώτο μαχαίρι από πέτρα, ή όπως το τρων οι φίλοι μας οι χοίροι: όχι φέτα-φέτα, όπως το τρων οι φλώροι και οι λιγόψυχοι, αλλά κομμένο στα δύο, με όλη τη μούρη μέσα.
Κι επειδής ο κάδος βρισκόταν υπερβολικά μακριά (γύρω στα πέντε μέτρα) για να σηκωθώ απ’ τον πλαστικό μου θρόνο, σε ένδειξη της αριστοκρατικής ανατροφής μου πέταξα το ξεκοιλιασμένο καρπούζι πίσω μου, με απώτερο στόχο να το μαζέψω μετά, κι αράζω να το χωνέψω, διαβάζοντας συγχρόνως το τελευταίο αριστούργημα της Ντανιέλ Στιλ (είχα και μια ελαφρά καταθλιψάρα, και ήθελα κάτι πιο εύπεπτο κι από βρεφική τροφή, που άμα την τρως όπως πρέπει – με το κουτάλι, απ’ ευθείας απ’ το κουτί – είναι ακόμα πιο λαχταριστή, αν και διόλου εύπεπτη) για κάποια γυναίκα που αφού περνά του λιναριού τα πάθη (στο τέλειο σπίτι της, με τα υπέροχα παιδιά της, και τον γεμάτο κατανόηση πρώην σύζυγο να της δίνει μια διατροφή ίσαμε το ΑΕΠ της Κίνας) γνωρίζει τον ακόμα τελειότερο νέο της σύντροφο/θεοκόμματο, και η ζωή της γίνεται τόσο παραδεισένια που τη μισείς με όλη σου την ψυχή τη φακλάνα και λες α σιχτίρ δεν είναι ζωή αυτή που ζω, οπότε τζίφος η αυτοθεραπεία με chick lit. Το ξεκοκαλίζω λοιπόν το βιπεράκι, κι όπως έχω βαρύνει κι έχω και τον ήλιο ντάλα, τραβάω έναν ύπνο τρικούβερτο.
Μόνο που η άμμος δεν είναι δάπεδο μπαλκονιού, κι όπως κι εγώ, έχει τις ανωμαλίες της. Με αποτέλεσμα, στη διάρκεια του ύπνου, καθώς πάσχιζα να βολευτώ μεταξύ ροχαλητού, πορδών και άλλων ρομαντικών ήχων (μέσα μου κατοικούσε ένας Μάλερ, μαζί με τους συντελεστές της 8ης Συμφωνίας του), τα πόδια της εκδίκησης βουλιάζαν ολοένα και πιο βαθιά στην αμμούδα, τρίζοντας παραπονιάρικα για το άχθος αρούρης που τυραννούσε το πλαστικό της σκαρί.
Ε, και σε μια φάση βλέπω ένα απ’ αυτά τα όνειρα όπου πέφτεις και ξυπνάς με αναπήδηση στο στρώμα λες και σε πέταξε ο Μορφέας από κουκέτα θαλασσοπνίχτη, και ξυπνάω μ’ ένα τίναγμα, που δίνει στην καρέκλα τη χαριστική βολή – και φεύγω όπως είμαι προς τα πίσω, με έξτρα φόρα μάλιστα γιατί μες στη σαστιμάρα μου είχα τεντωθεί προς τα μπρος και είχα αρπαχτεί απ’ το κοντάρι της ομπρέλας, οπότε εκατόν πενήντα κιλά μαλλιαρής άμορφης μάζας μαζί με ομπρέλα θαλάσσης πέφτουν με χλαπαταγή και σκάνε πάνω στις καρπουζόφλουδες, η μία εκ των οποίων έρχεται και σφηνώνεται στην κουρούπα μου σαν περικεφαλαία.
Και δεν είναι οι παρευρισκόμενοι που ’χουν σκάσει στα γέλια σε σημείο που έρχεται ο ιδιοκτήτης του μπαρ και σε ρωτάει αν δίνεις και βραδινές παραστάσεις να ξέρει να κόψει εισιτήρια – είναι που καθώς σέρνεις με συντριβή την (εκνευριστικά άθικτη) εκδίκηση και τα ποικίλα τσαμασίρια σου, γύρω απ’ τους καστανόξανθους βοστρύχους σου που ’χουν ποτίσει καρπουζίλα, ίπταται σμήνος λαίμαργων μυγών.
Ίσως γι’ αυτό να ξεκίνησα το παρόν παραλήρημα με ποίηση – διότι η θάλασσα, όπως έχετε καταλάβει, με μεταμόρφωνε παιδιόθεν σε ποίημα εν κινήσει:
Poetry in motion
Walkin’ by my side
Your orca body, baby
Can scare away the tide.
Δεν είναι ν’ απορείς λοιπόν, που, επί κάμποσα χρόνια, πίστευα ότι η παραλία Βοϊδοκοιλιά της Μεσσηνίας είχε ονομαστεί έτσι προς τιμήν μου…