Χε χε ο μπαμπάς-Εγώ ήταν ψάλτης και γνωστός του δεσπότη του μέρους που μέναμε. Λοιπόν ο δεσπότης συνέχεια γυρνούσε στα χωριά της επαρχίας του και αρκετές φορές πήγαινε κι ο πατέρας μου και με έπαιρνε μαζί του, ειδικά σαρακοστιανές Παρασκευές με Χαιρετισμούς. Και μετά τους χαιρετισμούς ο παπάς του χωριού πάντα έκανε τραπέζι στο δεσπότη και στην κουστωδία του. Θα πρέπει να έβγαζε ειδικό δίσκο στην εκκλησία "υπέρ του ταΐσματος του Σεβασμιοτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου της Αγιοτάτης Μητροπόλεως Χ και Ψ" διότι βογγούσαν τα τραπέζια από το φαΐ. Αλλά νηστήσιμο! Μόνο εγώ υπέφερα, διότι πρώτον σιχαίνομαι τα θαλασσινά και δεύτερον με ζάλιζε το αυτοκίνητο (μιλάμε για πρωτόγονες εποχές με χωματόδρομους όλο στροφή και λακκούβα, όχι τώρα που είναι άσφαλτος όλο στροφή και λακκούβα). Γιατί πήγαινα? Ε, ήταν μια ευκαιρία να ξεσκάσω λίγο, αφού δεν είχαμε ΙΧ. Τότε τρελλαινόμουνα για ταξίδια, όχι όπως τώρα που ένα χιλιόμετρο να πάω το βλέπω σαν τη μετοικεσία Βαβυλώνος.
|