Δέν είναι δυνατόν! Σκεφτόμενος το τσουτσούνι μου πώς την πάτησα έτσι άγριο Σαββατόβραδο; Καλύτερα να ήμουν για ξύδια με τον κουρέ και τον ματέριαλ παρά εδώ. Αλλα γιά στάσου! Γιατί τρόμαξα σάν χαζός; Θα πάω να ανοίξω την πόρτα, μπορεί να είναι η Μαρτίνα και να με ψάχνει επειδή αυτή η παλαβή η Πίγγυ με άρπαξε μέσα στο διαμέρισμά της και εξαφανίστηκε.
Ο Σοραβερ πλησιάζει την πόρτα.
ΤΩΡΑ ΤΩΡΑ ΕΡΧΟΜΑΙ! ΜΗΝ ΒΑΡΑΣ!
Η πόρτα ανοίγει. Πρίν προλάβει να δεί καλά καλά έξω απο την πόρτα, μιά γροθιά σκάει στα μούτρα του και σωριάζεται κάτω ζαλισμένος.
__________________
|