|
Ιστορικά ή αλλιώς ''Γηράσκω αεί διδασκόμενος'' |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
|
17-09-07, 12:53 | #1 |
I live my own script...
|
Γιαννούλης Χαλεπάς και η κοιμωμένη.
click to show Ένα από τα πιο ονομαστά γλυπτά του Γιαννούλη Χαλεπά, η Κοιμωμένη, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική. Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης. Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, μόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942. Το 1901, πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε. Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεοτεριστών καλλιτεχνών. Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα». click to show Γ. Χαλεπάς, Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Όντας φτωχός και μή έχοντας ακόμα χρήματα ούτε για χαρτί, ήταν τέτοια η αντίδρασή του στο να ασχοληθεί με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις της οικογενειας του, ωστε πήρε όλα τα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων που πλέον ειχαν φθίνουσα πορεία και με κάρβουνο ζωγραφίζε και να σκίτσαρε επάνω σε αυτά. Τα λογιστικά βιβλία με τα χειρόγραφα σχέδιά του επάνω τους, δημοπρατήθηκαν πρόσφατα. Λέγεται οτι το τελικό έναυσμα για τον θάνατό του ήταν όταν ονειρεύτηκε το άγαλμα της κοιμωμένης, πάνω στο οποιο διαπίστωσε οτι είχε κάνει ένα λάθος (κατα τον ίδιο). Τα πόδια της κοπέλας στο άγαλμα είναι ελαφρώς λυγισμένα. Όταν όμως αυτά τεντωθούν, τότε προεξέχουν απο το κρεβάτι της. Αυτό το "λάθος" του ήταν η αφορμή να πραγματοποιήσει μία αυτοκτονία οπου και τερματίστηκε η ζωή του. Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη soraver : 17-09-07 στις 13:00. |
18-09-07, 10:48 | #2 |
I live my own script...
|
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ Η ΤΡΕΛΑ;
Μοντέρνα Κυρία, 1924: Δεν είναι μόνο η ζωντάνια αυτού του έργου που προκαλεί τον θαυμασμό. Τι να σημαίνει άραγε η μορφή του σκαλισμένου στο πίσω μέρος της κεφαλής προσώπου; Τις ενδόμυχες σκέψεις της μοντέρνας κυρίας; Το μυστικό, 1927: Να συμβολίζει άραγε τις ακουστικές παραισθήσεις που ταλάνισαν τον καλλιτέχνη τα χρόνια της έξαρσης της νόσου αυτό το έργο, που πιθανότατα οφείλει τη δύναμή του στην καταστρατήγηση των σχετικών μεγεθών; Σάτυρος, 1878: Ο Χαλεπάς σμιλεύει το κεφάλι Σατύρου το 1878, εποχή που έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται τα συμπτώματα της ασθένειάς του. Οπως θα δηλώσει ο ίδιος, πολλές δεκαετίες μετά, είχε την εντύπωση ότι ο Σάτυρος που δημιουργούσε τον περιγελούσε. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο Χαλεπάς όταν περιέγραφε τα βιώματά του είχε αίσθηση της ασθένειάς του και των συμπτωμάτων της Η Κοιμωμένη, 1877: που πιθανότα όλοι έχουμε θαυμάσει στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, θεωρείται δικαίως ένα από τα αριστουργήματα της πρώιμης περιόδου του Χαλεπά. Παρ' όλα αυτά, οι πρώτες ενδείξεις της νόσου είχαν αρχίσει να είναι ορατές: μια μικρή παρατήρηση της μητέρας Αφεντάκη (μητέρας της Κοιμωμένης) σχετικά με το σχήμα του προσώπου της κόρης της ήταν αρκετή για να εξαγριωθεί ο καλλιτέχνης, σε τέτοιον βαθμό ώστε να καταστρέψει το κεφάλι του αγάλματος με ένα σφυρί. Στη συνέχεια το ξαναέφτιαξε... Οταν ο Εκατόγχειρ, 1927, θρυμματίστηκε αποκαλύφθηκε μια άλλη μορφή στο εσωτερικό του. Ηταν η έλλειψη υλικών που οδήγησε σε αυτή την ανακύκλωση, ή υπάρχει ένας κρυφός συμβολισμός σε αυτό; |
18-09-07, 10:56 | #3 |
I live my own script...
|
Σχόλιο Για Τη ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ Του Γιαννούλη Χαλεπά
Σήμερα, 27/10/2005 κατά τις 4.00 μμ, αξιώθηκα επιτέλους να περάσω από το Α' Νεκροταφείο, να μπω να δω και να θαυμάσω από κοντά, το μοναδικό, εκπληκτικό δημιούργημα του μεγάλου γλύπτη μας Γιαννούλη Χαλεπά: "Η Κοιμωμένη"! Μπήκα στον περίβολο τούτο το ζεστό φθινοπωριάτικο απομεσήμερο, νιώθοντας ταραχή κι ανυπομονησία. Το Κοιμητήρι σχεδόν έρημο, εκτός από τους δυο φύλακες, που σπεύσανε να με κατατοπίσουν ευγενικότατα για τη θέση του τάφου. Δε δυσκολεύτηκα διόλου μάλιστα, μιας κι ήταν ευθεία καθώς μπαίνουμε στον κεντρικό διάδρομο, περίπου 50-60 μέτρα μέσα και δεξιά, έξω-έξω. Είδα το γλυπτό πριν φτάσω κοντά του κι εκείνο που τράβηξε τη προσοχή μου, πριν βρεθώ δίπλα του, ήταν η παντελής έλλειψη συντήρησης, πράμα ανεπίτρεπτο κι ασυγχώρητο, πιστεύω. Το κάποτε λευκό του μάρμαρο, έχει γκριζάρει επικίνδυνα! Πρέπει -δε ξέρω πως και τι- να ληφθούν άμεσα κάποια μέτρα γι' αυτό, γιατι πραγματικά θα 'ναι μεγάλο κρίμα να πάθει περισσότερη καταστροφή. Ακόμα όμως κι έτσι κακοσυντηρημένο, ήτανε θαυμάσιο να το κοιτώ. Το πρόσωπο της κόρης, σμιλεμένο περίτεχνα, δείχνει ήρεμο, γερμένο στο πλάι, σα να κοιμάται, δίχως κανένα σκιάδι αγωνίας, εφιάλτη ή ανησυχίας. Δε μπόρεσα παρά να σκεφτώ, μιαν άσπιλη νεαρή παρθένο κόρη, που μισοξαπλωμένη, βυθισμένη στις νεανικές της ονειροφαντασιές, αφέθηκε να καταβληθεί από τη πολιορκία του Μορφέα κι έγειρεν ήρεμα στο πλάι. Όμορφο πρόσωπο. Όμορφη κόρη. Τα μάτια κλειστά ήρεμα, φυσικά αρυτίδωτα μέτωπο και παρειές, στόμα κλεισμένο απαλά, με τα χείλη ίσα που να εφάπτονται -εδώ ακριβώς είναι πιστεύω, το ένα από τα "ευρήματα" του καλλιτέχνη, ώστε να την εμφανίζει κοιμωμένη κι όχι νεκρή. Από τη μόλις επαφή των χειλιών μπορεί κανείς εύκολα να εικάσει την ανάσα, απλά επειδή η κόρη είναι αγνή, άσπιλη και μ' ελαφρά συνείδηση, κοιμάται πολύ-πολύ ανάλαφρα. Τόσον ανάλαφρα, που -καθώς το βλέμμα μου κατέβηκε από το πρόσωπο στο μπούστο, είχα την αίσθηση πως το στήθος της ανεβοκατέβαινε απαλά στο ρυθμό της ανάσας. Έτριψα τα μάτια μου και ξανακοίταξα. Βρήκα στη ψευδαίσθηση της κίνησης του στήθους, ακόμα ένα "εύρημα" για τον αθάνατο ύπνο. Τότε μόνον άρχισα να προσέχω το ντύσιμό της. Ντυμένη προσεκτικά, σεμνά, για τον ύπνο με το κοριτσίστικο νυχτικό της προσεκτικά κουμπωμένο μέχρι ψηλά το στέρνο. Τα χέρια της είναι ένα θαυμάσιο ανθρώπινο επίτευγμα, φτιαγμένο -δίχως άλλο- κατόπιν ισχυράς διδαχής, από τον Θεό της Γλυπτικής. Χέρια ζωντανά, ακινητοποιημένα, όπου τους έλαχε να τα βρει ο ύπνος. Προσωρινά ακινητοποιημένα και σκέφτομαι πως αν κάνω τον παραμικρό θόρυβο και ξυπνήσει το κορίτσι, θα κινηθούν οπωσδήποτε. Γι' αυτό προσέχω μη κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Το ένα χέρι πεσμένο στο πλευρό, απαλά κι άτακτα, όπου βρέθηκε... Το άλλο ακουμπισμένο πάνω στο στέρνο, αγγίζει απαλά το κάτω άκρο, από τον σταυρό που φορά. Το υπόλοιπο σώμα της κοπέλας είναι σκεπασμένο ανάλαφρα με το σεντόνι. Μα τι εκπληκτικό σκέπασμα! Τυλίγει το κορμί της απαλά, αφήνοντας να φαίνεται το περίγραμμα, μέχρι τις άκρες των δαχτύλων των ποδιών της. Οι πτυχώσεις ελαφρώς άτακτες, -τρίτο "εύρημα" για να μην εμφανίζεται σαν νεκροκρέβατο- και τόσον ανάλφρο κι ημιδιαφανές, που σκέφτεται κανείς ν' απλώσει το χέρι και να τραβήξει μέχρι πάνω, ώστε το καημένο το κοριτσόπουλο μη κρυώσει στο αγιάζι της νύχτας που θα 'ρθει. Επιμένω σε τούτο, γιατί πραγματικά, το σεντόνι μοιάζει αληθινό. Κάποιος περαστικός και πονετικός, είδε το κορίτσι να κοιμάται και σκέφτηκε να του ρίξει ένα σεντονάκι, να το προστατέψει από τη δροσιά της νύχτας και τα κακόβουλα αδηφάγα βλέμματα, μιας κι η ίδια δε μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό της, χωρίς να ταράξει τούτον τον γαλήνιο ύπνο. Το επόμενο που τράβηξε το βλέμμα μου ήτανε το μαξιλάρι της. Μεγάλο μαξιλάρι, αναριγμένο πίσω από τη ράχη της μέχρι το κεφάλι, ώστε να τη κρατά μισοξαπλωμένη, -τέταρτο "εύρημα", αυτή η στάση του σώματος. Τι θαυμάσια λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες που 'χει τούτο το μαξιλάρι! Φουσκωμένο λιγάκι στα πλαγινά, συνεπεία του βάρους του κεφαλιού και στο μέσον φαίνεται να βουλιάζει, αλλά όχι μ' ακατάστατο τρόπο, μέχρι που το βούλιαγμα χάνεται εκεί που συναντά απαλά το κεφάλι της. Απερίγραπτα αληθινό μέχρι το κούμπωμα, με τα μεγάλα στρογγυλά κουμπιά, της μαξιλαροθήκης καθώς επίσης και το τάνυσμα των χειλέων της, που αφήνει ανοίγματα, για να φαίνεται το μέσα μέρος του μαξιλαριού. Ναι! Ακόμα και το μαξιλάρι, -μη πω: ειδικά και το μαξιλάρι- αποτελεί από μόνο του εκπληκτικό θέαμα. Εκεί ομολογώ πως κάπως ...δάκρυσα. Σκούπισα τα μάτια μου για να μη χάνω ούτε στιγμή απ' ότι κοιτούσα. 'Αφησα το βλέμμα μου πια να τυλίξει ολάκερο το κοιμισμένο κορίτσι και σα να 'νιωθα ένοχος που ξέκλεβα τόσες ματιές: Αν ξυπνούσε τι θα 'βρισκα να της πω; Πως τάχα ήμουνα περαστικός και προσπάθησα να τη σκεπάσω; Πως με μάγεψε ο ήρεμός της ύπνος και παρασύρθηκα να παρακολουθώ την ανασεμιά της; Τι να πεις σ' ένα μικρό κορίτσι που ξυπνά και σε πιάνει στα πράσα να τη παρατηρείς ενόσω κοιμάται και που να μην αρχίσει να παραλλάζει τους ήρεμους ύπνους της σ' εφιάλτες; Τότε σκέφτηκα πως ήτανε καιρός να φύγω. Πρίν στραφώ πάλι προς την έξοδο, αναζήτησα τον Γλύπτη! Κάτω από τα πόδια της κοπέλας ένα χρυσό ταμπλώ, έγραφε με μαύρα γράμματα: ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ ΕΠΟΙΕΙ! Και λίγο πιο κάτω: ΣΟΦΙΑ ΑΦΕΝΤΑΚΗ 18 ΕΤΩΝ 1873. (Συγχωρέστε με αν διάβασα λάθος το έτος, μα είναι τόσο κακοσυντηρημένο, που αμφιβάλλω αν είδα σωστά κι ειδικά στο 7!) Στράφηκα κι άρχισα ν' απομακρύνομαι Χωρίς να το καταλάβω, απομακρυνόμουν εντελώς αθόρυβα. Πριν απομακρυνθώ πολύ, δε βάσταξα κι έριξα μια τελευταία ματιά. Ουφ! Ευτυχώς η άγαρμπή μου παρουσία δε την είχε η ξυπνήσει! Φόρεσα τα γυαλιά του ηλίου, αντί να σκουπίσω τα μάτια μου, αποχαιρέτησα κι ευχαρίστησα τους φύλακες που μου απαντήσανε πάλιν ευγενικά. Μόνο τότε επέτρεψα στον εαυτό μου να βήξω... __________________________________________________ Οκτώβρης '05 Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος peri-grafis.com |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
|
|