17-11-07, 09:32 | #1 |
Φέριστος παράφρων
|
Οι Ευμενίδες
ΟΙ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ Συγγραφέας: Jonathan Littell Σελίδες: 955 Εκδόσεις Λιβάνη Τιμή: 25 Το φιλόδοξο αυτό μυθιστόρημα και ταυτόχρονα ιστορικό πόνημα αποτελεί μια ματιά εκ των έσω στα γρανάζια της μηχανής θανάτου που έθεσε σε λειτουργία η ναζιστική Γερμανία στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δόκτωρ Μαξιμίλιαν ’ουε, αφηγητής και πρωταγωνιστής στις Ευμενίδες, είναι ένα τέρας. Ένα καλλιεργημένο, δίγλωσσο, διανοούμενο τέρας που προσπαθεί να κάνει τον αναγνώστη να κατανοήσει τις αποτρόπαιες πράξεις του. Μέσα από τη δίνη ιστορικών συμβάντων που συντάραξαν την ανθρωπότητα αναδύονται οι μοναχικές, μελαγχολικές σκέψεις ως προς την ενοχή αλλά και το προαποφασισμένο των γεγονότων της ζωής του ίδιου του Μαξιμίλιαν, εγκληματία των SS. Με αναφορές στη μυθολογία, τη μουσική και τη λογοτεχνία και με βασικό το ερώτημα να ταλανίζει τον αφηγητή για το πόσα γνωρίζει η κοινωνία και πόσα επιθυμεί να μάθει για τις φρικαλεότητες των σκοτεινών πλευρών της Ιστορίας και για το πέπλο που καλύπτει την ιδεολογία των ναζί, παρακολουθούμε την ιστορία του δόκτορος ’ουε και τις σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς του. Οι Ευμενίδες του Τζόναθαν Λίτελ συμπαρασύρουν τον αναγνώστη στη δίνη της Κόλασης της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι πολυεπίπεδη ―μια μεταμοντέρνα εκδοχή του αριστουργήματος του Δάντη, ένα αρχιτεκτόνημα των πιο μύχιων σκέψεων της ανθρώπινης ψυχής. Ο αντι-ήρωας πρωταγωνιστής ξεκινάει ως ιδεαλιστής, όμως στην πορεία ο ιδεαλισμός του τον οδηγεί βήμα βήμα στο να γίνει τέρας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει δίπλα του ένας συνετός Βιργίλιος για να τον πάρει από το χέρι και να τον απομακρύνει από το βασανιστικό τοπίο στο οποίο περιφέρεται. Όπως ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, θα μας προκαλέσει για να βρούμε την ηθική και τις αρχές μας απέναντι στην υπέρτατη άρνησή τους. Πολλοί από εμάς έχουν συχνά αναρωτηθεί πώς ένας καθημερινός μέσος Γερμανός μπόρεσε να μετατραπεί σε γρανάζι της μηχανής θανάτου των ναζί. Αυτό το βιβλίο δίνει την εξήγηση. Ο Τζόναθαν Λίτελ, με το μυθιστόρημά του Οι Ευμενίδες (2006), γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα: κέρδισε βραβεία διεθνούς κύρους, το γαλλικό Γκονκούρ και το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και, το κυριότερο, το βιβλίο του μέσα σε ελάχιστο χρόνο έγινε θέμα σε εφημερίδες και περιοδικά και συζητιέται με πάθος στα blogs. Στο μυστικό αυτής της επιτυχίας αναμφίβολα συνετέλεσε το τολμηρό θέμα του: Η ιστορία των ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου, από τη σκοπιά ενός ναζί που αφηγείται την ιστορία της ζωής του και τη δράση του ως αξιωματικού των SS στα πιο νευραλγικά σημεία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ουκρανία, Στάλινγκραντ, ’ουσβιτς, Βερολίνο... Το εγχείρημα του Λίτελ να επιλέξει και να σκηνοθετήσει τη φωνή ενός «δημίου» ήταν αναμφίβολα δύσκολο, και το ίδιο το βιβλίο είναι εμφανώς αποτέλεσμα μεγάλου μόχθου. Επί πέντε χρόνια ασχολήθηκε ο συγγραφέας με τη μελέτη και την έρευνα της ιστορίας τόσο από την πλευρά των νικητών όσο και των ηττημένων, για να συγκεντρώσει το απαραίτητο υλικό για το μυθιστόρημά του. Η ανάγνωση του βιβλίου φέρνει στο προκείμενο ζητήματα αισθητικής, φιλοσοφικής όσο και ηθικής τάξης, που έχουν σχέση με τα όρια και την «αλήθεια» του ρεαλισμού, όταν ο συγγραφέας καταπιάνεται με ιστορικά θέματα. Ο Λίτελ επέλεξε τη μορφή του μονοφωνικού μυθιστορήματος σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή μια μίμηση αυτοβιογραφίας: ένας αφηγητής, σε όλη τη διάρκεια των 950 σελίδων του βιβλίου, αφηγείται τη ζωή και τη δράση του. Αυτή η ψευδο-αυτοβιογραφία διαθέτει τεράστια δύναμη πειθούς. Ο αναγνώστης σύντομα ξεχνά ότι διαβάζει μυθιστόρημα και θεωρεί ότι το πρόσωπο που αφηγείται είναι αληθινό. Μια τέτοια αφήγηση, που ανακαλεί την εκ βαθέων εξομολόγηση, δεν είναι μόνο πειστική, αλλά εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον αναγνώστη, την αγαθή του προαίρεση να κατανοήσει, να συμμεριστεί, να έρθει στη θέση του αφηγητή. Αυτή τη στάση κατανόησης του αναγνώστη ο αφηγητής την εκμαιεύει στην αρχή του μυθιστορήματος χάρη σε ένα ευφυές ρητορικό τέχνασμα, αποκαλώντας μας «αδελφούς». Στη συνέχεια, αφού μας περιγράψει την τωρινή του ζωή -ζει με ψεύτικο όνομα κάπου στη Γαλλία- και τους λόγους που τον κάνουν να γράφει τις αναμνήσεις του, μας διαβεβαιώνει ότι όλοι μας θα μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση του κάτω από ανάλογες συνθήκες, και ότι πριν από τον πόλεμο ήταν ένας «κανονικός άνθρωπος». «Ποιος θέλει να σκοτώνει;» αναρωτιέται και προχωρεί στον θλιβερό απολογισμό των ολοκληρωτικών καθεστώτων, του ναζιστικού και του σταλινικού, που μετέτρεψαν τους πολίτες τους σε «δήμιους». Ο Τζόναθαν Λίτελ, σ΄ αυτή την ψευδοαυτοβιογραφία με μορφή μυθιστορήματος, κατασκευάζει έναν αφηγητή πρωταγωνιστή που ονομάζεται Μαξ ’ουε. Ο Μαξ ’ουε αφηγείται το «έπος» του Γ΄ Ράιχ, σε θέσεις ανάλογες με την ιδιότητά του ως αξιωματούχου των SS: στις πρώτες ομαδικές εκτελέσεις Εβραίων στην Ουκρανία, στη μάχη του Στάλινγκραντ και στο ’ουσβιτς, απ΄ όπου σύμφωνα με τη θεωρία φυλετικής υγιεινής των ναζί, θα απαλλασσόταν το υγιές εθνικό-κοινωνικό σώμα από τις «ακαθαρσίες» του, δηλαδή τις κατώτερες φυλές των Εβραίων, των Σλάβων, των Τσιγγάνων κ.ά. Η αφήγηση των γεγονότων του πολέμου και της γενοκτονίας από τον ’ουε είναι, ιστορικά, απολύτως επαληθεύσιμη. Για να δώσει πειστικότητα στη φωνή του πρωταγωνιστή του, ο Λίτελ χρησιμοποιεί την ξύλινη και γραφειοκρατική γλώσσα των ναζί, με εμμονή στα νούμερα και τις λεπτομέρειες. Όμως τέτοιες περιγραφές, μακροσκελείς και πολυσέλιδες γίνονται άκρως κουραστικές· τότε παρεμβάλλεται μια άλλη γλώσσα, πιο λυρική και ποικιλμένη, η γλώσσα της λογοτεχνίας. Διότι ο Μαξ ’ουε δεν είναι μόνο ένας διδάκτωρ Νομικής που έγινε SS και μπορεί να ξεσκολίζει νούμερα και στοιχεία για τα στρατόπεδα εξόντωσης· μπορεί παράλληλα να πραγματεύεται με αδαμάντινη λογική ζητήματα της ιστορίας, με εμφανείς πηγές διαπρεπείς ιστορικούς του Ολοκαυτώματος όπως ο Raul Ηilberg και ο Christofer Βrowning, και φιλοσοφίας όπως η Ηannah Αrendt· είναι, επιπλέον, και φιλότεχνος, με μεγάλη λογοτεχνική παιδεία, λάτρης των Γερμανών και Γάλλων κλασικών, τους οποίους συχνά επικαλείται. Αυτή η μεικτή, πλούσια και αντιφατική γλώσσα του ’ουε ταιριάζει με την ιδιόμορφη ψυχοσύνθεση που του αποδίδει ο δημιουργός του, αλλά προπάντων είναι ένα ευφυές μυθοπλαστικό τέχνασμα, γιατί εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον αναγνώστη: όλοι συγκινούμαστε μπροστά σε έναν συνάνθρωπο που διάβασε τα ίδια βιβλία με εμάς, άκουσε τις ίδιες μουσικές. Μας κολακεύει αυτή η αίσθηση της κοινής περιουσίας γνώσεων, εκμαιεύει τη συμπάθειά μας, ακόμη και τη συνενοχή μας για πολλές από τις σκέψεις του «δημίου», αν όχι για τις πράξεις του. Μας κολακεύει τόσο ώστε να ξεχνάμε τον ρόλο που έπαιξε στην εδραίωση αυτής της κουλτούρας ο αντισημιτισμός, δηλαδή η κατασκευή ενός «ξένου» εσωτερικού εχθρού. Σημαντικό και άκρως εντυπωσιακό στοιχείο του βιβλίου είναι η αναπαράσταση σκηνών της θηριωδίας του πολέμου και της γενοκτονίας. Το ζήτημα ο συγγραφέας το χειρίζεται ακολουθώντας επίσης μια αποτελεσματική και δοκιμασμένη συνταγή των ρεαλιστικών περιγράφων με κυρίαρχο το υγρό στοιχείο: εκατοντάδες σελίδες με «πολεμικές» σκηνές του μυθιστορήματος διαβρέχονται από ένα μείγμα από αίμα, ιδρώτα, σπέρμα κ.λπ. Δεν είναι τυχαία η εμμονή στο υγρό στοιχείο: τα υγρά ακυρώνουν μεταφορικά τη στερεή και υγιή ποιότητα της ζωής, για να της προσδώσουν τη χροιά της νόσου, της ανασφάλειας, του κινδύνου. Πηγή: livanis.gr, TA NEA 17/11/2007 |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
|
|