Θέμα: Silent Hill
Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
Παλιά 19-06-07, 01:44   #1 Αρχή
Freeman
I live my own script...
 
Το avatar του χρήστη Freeman
 
Εγγραφή: 05-06-2006
Περιοχή: In a storyline..
Ηλικία: 44
Μηνύματα: 6.500
Αποστολή μηνύματος μέσω MSN στον/στην Freeman Αποστολή μηνύματος μέσω Yahoo στον/στην Freeman Send a message via Skype™ to Freeman
Προεπιλογή

Χουανίτα: Αγάπη μου θα ετοιμαστείς για να φύγουμε; Θα αργήσουμε και είναι κρίμα.
Πλάτων: Ναί ναί όπου νάναι κατεβαίνω.
Η χουανίτα έπινε ένα ποτήρι χυμό στην κουζίνα περιμένοντας ντυμένη με τα καλά της ρούχα τον Πλάτωνα. Αυτό το Σαββατόβραδο θα ήταν όμορφο. Αυτή, μαζί με τον άντρα της, που είχε να τον δεί καιρό, και με καλή παρέα.

Πλάτων: Έλα αγάπη μου, είμαι έτοιμος. Θα πάμε για φαγητό έτσι δέν είναι;
Χουανίτα: Ναί έτσι κανονίσαμε. ’χ αγάπη μου μου έχεις λείψει! Μου λείπεις συνέχεια όταν είσαι μακρυά μου!
Ο Πλάτωνας άφησε ένα βιβλίο που κρατούσε στο χέρι του, επάνω στο τραπέζι. Το ζευγάρι άνοιξε την πόρτα και έφυγε απο το σπίτι για να περάσουν μιά όμορφη βραδιά!
Το βιβλίο είχε ώς τίτλο: "Καλως ήρθατε στο Silent Hill!"


Ο Σόραβερ βρίσκεται μέσα στο σκοτεινό παλιό σπίτι. Μερικοί ιστοί απο αράχνες είναι αρκετά ενοχλητικοί καθώς κολλάνε στο πρόσωπό του. Αχνά ακούει τα υπόλοιπα παιδιά να του φωνάζουnε απο έξω και να τον παρακινούν να γυρίσει πίσω, να βγεί απο το παλιό αυτό κτίριο.

Νίδις: Πάω μέσα. Πάω κι εγώ να τον βγάλω έξω.
Σερχανούλα: ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ??? Κάτσε πίσω, πού θα μας αφήσετε μόνες μας εδώ έξω! Η Πίγγυ έφυγε προς το κέντρο του χωριού και ο άλλος μπήκε μέσα εκεί να κάνει ποιός ξέρει τί!
Νιδις: Ένα λεπτό θα κάνω. Τον τραβάω απο το μανίκι και βγαίνουμε. Περιμένετε εδώ ένα λεπτάκι...

Ο Νίδις μπαίνει κι αυτός μέσα. τριγυρίζει μέσα στο παλιό σπίτι ψάχνοντας για τον Σοραβερ.

Τα κορίτσια βλέπουν μιά σκιά να κινείται απο ένα στενό σοκάκι πιό δίπλα.
Μέντορας: Καλησπέρα!
Ματίνα: ’! Γειά σου Μέντορα! Είδαμε την σκιά σου και τρομάξαμε λίγο
Μέντορας: χεχε Είναι λίγο τρομαχτικά εδώ έ; Είναι αυτά τα παλιά σπίτια που σε κάνουν να νομίζεις οτι είναι στοιχειωμένα
Σερχανούλα: (τρομαγμένη) Δέν είναι;
Μέντορας: ... Πού τριγυρνάτε μόνες σας; Καλύτερα να βρίσκεστε κοντά στο κέντρο του χωριού τώρα που νυχτώνει. Δέν είναι καλή ιδέα να τριγυρνάτε τέτοια ώρα στα όρια του χωριού. Μπορεί να χαθείτε και...
Τον Μέντορα τον διακόπτει ένα εκκωφαντικό και ανατριχιαστικό μουγκρητό. Ένα μουγκρητό σάν απο κάποιο εξωπραγματικό τεράστιο ζώο να βρυχάται. Σάν ένα τεράστιο ζώο απο έναν διαφορετικό κόσμο!

Σερχανούλα: ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;
Μέντορας:... Τίποτα.. τίποτα. Θέλετε να έρθετε μέχρι το σπίτι μου; Μήν είστε μόνες εδώ έξω. Ελάτε να πιούμε ένα τσάι.
Ματίνα: Το θεωρώ καλή ιδέα αλλα θα πρέπει να περιμένουμε για τα παιδιά.


Ο Νίδις βλέπει στο βάθος του διαδρόμου μιά ανθρώπινη φιγούρα. Είναι αρκετά σκοτεινά μέσα στο σπίτι, δυσκολεύεται να δεί.

Νίδις: Σοραβέρε; Εσύ είσαι; Είσαι εκεί; Σοραβέρε;
Ο Νίδις Πλησιάζει προς το βάθος του διαδρόμου. Καταλαβαίνει πως η φιγούρα αυτή ειναι ο Σόραβερ. Γυρισμενος πλάτη προς τον Νίδι, ακίνητος.
Νίδις: Σόραβερ; ΣΟΡΑΒΕΡ;
Ο Νίδις πιάνει απότομα τον Σόραβερ απο το μπράτσο και αυτός τρομάζει, σάν να ήταν κάπου χαμενος. Κάπου βυθισμένος με την σκέψη του.

Νίδις: Σόραβερ! Τί συμβαίνει; Σε φωνάζω ποση ώρα τώρα;
Σοραβερ: (Σάν ζαλισμενος) Ε; ε; Νίδι; ... Νίδι κοίτα εκεί!
Ο Νίδις γυρίζει το βλέμμα του προς το μέρος που κοιτούσε ο Σόραβερ. Μία καταπακτή. Μπροστά στα παιδιά υπάρχει μιά ανοιχτή καταπακτή, το μέγεθος της οποίας με το ζόρι χωράει να περάσει ένας άνθρωπος.
Νίδις: Τί έχει εκεί μέσα; Είναι κατάμαυρα, σκοτεινά!
Σοραβερ: Δέν... δέν ξέρω... απλά την βρήκα εδώ... και...


Η Πίγγυ κάθεται στο πεζούλι του σιντριβανιού δακρυσμένη. Το σκηνικό της έφερε στην μνήμη το χθεσινό της όνειρο με τον Φρίμαν. Πλατσούρισε λίγο με τα νερά και μετά γύρισε αργά το βλέμμα της παντού στο χωριό.

Πίγκυ: Μα τί σόι άνθρωποι είναι αυτοί εδώ! Είναι όλοι θλιμένοι! Δέν βλέπεις χαμογελαστό άνθρωπο πουθενά! (λέει ψιθυριστά στον εαυτό της). Το βλέμμα της στάθηκε προς το κλειστό ταχυδρομείο. Όλα τριγύρω έρεαν κανονικά εκτός απο αυτό το μαγαζί, αυτό κτίριο οπου υπήρχε το ταχυδρομείο. Παρατήρησε την τεράστια μαύρη τζαμαρία. Τόσο σκοτεινά εκεί μέσα... Τόσο σκονισμένη η τζαμαρία που με δυσκολία κάποιος μπορούσε να δεί μέσα τα σκονισμένα ράφια και γραφεία. Και τα ντουβάρια αυτά... περίεργο.. είναι κατάμαυρα... βαμμένα μάυρα... όχι απο την σκόνη και την πολυκαιρία... είναι μαύρα... μπογιά...

Μιά φωνή έκανε την Πίγκυ να τρομάξει στιγμιαία και να διακόψει τις σκέψεις τις:

Μέντορας: Το ταχυδρομείο. Η αλήθεια είναι πως όσο καιρό είμαι εδώ, δεν το θυμάμαι ποτέ ανοιχτό.
Πίγκυ: Ε... είσαι καιρό εδώ;
Μέντορας...
Πίγκυ: Πρέπει να φύγω. Συγνώμη που με βλέπεις έτσι... κάτι μπήκε στα μάτια μου γιαυτό είναι δακρυσμένα... Είναι αργά, καληνύχτα, θα με ψάχνουν τα παιδιά!
Μέντορας: Μήν ρωτήσεις ποτέ τους κατοίκους του χωριού για το ταχυδρομείο... Δέν θα σου δώσει απάντηση κανένας.
Πίγκυ: Σάν τί να ρωτήσω δηλαδή. Δέν είναι παρα ένα πρώην ταχυδρομείο.
Μέντορας: ... Σωστά... Καλό σου βράδυ! Σας περιμένω αύριο πρωί για τσάι...
__________________
Ο χρήστης Freeman δεν είναι συνδεδεμένος   Απάντηση με παράθεση