Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
Παλιά 18-12-09, 19:11   #3 Αρχή
ΠΛΑΤΩΝ
Φέριστος παράφρων
 
Το avatar του χρήστη ΠΛΑΤΩΝ
 
Εγγραφή: 04-06-2006
Περιοχή: Εις το ανώλεθρον ατελεύτητον άυλον
Μηνύματα: 1.862
Αποστολή μηνύματος μέσω MSN στον/στην ΠΛΑΤΩΝ
Προεπιλογή

Helter skelter in a summer swelter. The birds flew off for the fallout shelter, Eight miles high and falling fast. It landed foul on the grass. The players tried for a forward pass, with the jester on the sidelines in a cast.
Η στροφή αυτή μας μεταφέρει στην εκρηκτικότερη περίοδο της δεκαετίας του 1960, και συγκεκριμένα από το 1966 έως το 1969, όπου η νέα γενιά αντιμετωπίζει εχθρικά το αμερικάνικο κατεστημένο και επιθυμεί να το μετασχηματίσει. Όσο μαίνεται ο πόλεμος στη Νοτιοανατολική Ασία, η νέα αυτή γενιά γίνεται ολοένα και πιο επαναστατική σε όλα τα επίπεδα. Οι βίαιες αντιπαραθέσεις στο Oakland, μεταξύ της φτωχής μαύρης κοινότητας και των δυνάμεων της αστυνομίας (της οποίας το 98% του δυναμικού της ήταν λευκοί), που συνέβησαν το 1966 και που οδήγησε στην ίδρυση των Μαύρων Πανθήρων ως απάντηση στη βία των αστυνομικών, η δολοφονία του Martin Luther King τον Απρίλιο του 1968 (που προκάλεσε ταραχές από τους μαύρους σε ολόκληρη τη χώρα), οι ταραχές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, η δολοφονία του Robert Kennedy τον Ιούνιο του 1968 και τα επεισόδια στο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος την ίδια χρονιά, είναι ορισμένα από τα γεγονότα που συνέβησαν αυτή την εκρηκτική περίοδο.


Την κρίσιμη χρονιά του 1968, οι Beatles κυκλοφορούν το «Helter Skelter». Το «American Pie» αναφέρεται στο τραγούδι αυτό για να περιγράψει τα χαοτικά γεγονότα αυτής της περιόδου. Η επιλογή του συγκεκριμένου τραγουδιού δεν είναι τυχαία. Ο διαβόητος Charles Manson ακούγοντας αυτό το κομμάτι έπαθε ψύχωση και το ερμήνευσε ως προφητεία για μία μελλοντική φυλετική σύγκρουση λευκών και μαύρων, την οποία θα επίσπευδαν τα εγκλήματά του. Ο Manson έπεισε τους οπαδούς του να προβούν σε τρεις ομαδικές δολοφονίες, με πιο διάσημη τον βασανισμό και εκτέλεση της διάσημης, εγκύου τότε, Sharon Tate (συζύγου του σκηνοθέτη και ηθοποιού Roman Polanski) και ακόμη τεσσάρων ατόμων μέσα στο σπίτι τους. Με το αίμα της Sharon Tate, οι οπαδοί του Manson έγραψαν τις λέξεις «Helter Skelter».


Ο Manson συνδέθηκε για πάντα με το τραγούδι «Helter Skelter» των Beatles, αφού όχι μόνο αυτό αφύπνισε τα δολοφονικά του ένστικτα (νομίζοντας ότι κρύβει κάποια μηνύματα που απευθύνονταν σ’ αυτόν) αλλά, επιπλέον, ήθελε να σημαδέψει τα θύματά του με τις λέξεις «Helter Skelter»! Τελικά, αυτό που κατάφερε είναι να σημαδέψει τη δεκαετία του 1960 με μία από τις ειδεχθέστερες δολοφονίες που έγιναν ποτέ και ο ίδιος να καταλήξει στη φυλακή όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Το έγκλημα συνέβη στις 9 Αυγούστου του 1969, σε ένα Los Angeles στο οποίο επικρατούσε καύσωνας και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιείται στο στίχο η φράση «in a summer swelter» (swelter=αποπνικτική ζέστη).


Ο στίχος «the birds flew off for the fallout shelter» κάνει έμμεση αναφορά στους Byrds. Ο όρος «fallout shelter» υπάρχει στο εξώφυλλο (κάτω αριστερά) του δίσκου «Bringing It All Back Home» του Bob Dylan που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1965. Σ’ αυτό το δίσκο περιλαμβάνεται το τραγούδι «Mr.Tambourine Man», το οποίο έμελλε να γίνει ευρέως γνωστό από τους Byrds. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Byrds, οπότε θα μπορούσαμε πράγματι να πούμε ότι οι Byrds ξεπήδησαν μέσα από το δίσκο αυτό.
Ο ίδιος όρος (fallout shelter στην κυριολεξία σημαίνει το πυρηνικό καταφύγιο) χρησιμοποιούταν τη δεκαετία του 1960 για τα Κέντρα Απεξάρτησης από τα Ναρκωτικά, σε ένα από τα οποία λέγεται ότι οδηγήθηκε ένα από τα μέλη των Byrds όταν συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών.


Ο στίχος «Eight miles high and falling fast» αναφέρεται στο τραγούδι των Byrds «Eight Miles High», το οποίο θεωρείται ότι είναι το πρώτο τραγούδι που απαγορεύτηκε λόγω αναφορών στα ναρκωτικά (παρόλο που στην πραγματικότητα αναφέρεται στα αεροπορικά ταξίδια που έκαναν οι Byrds στο πλαίσιο της περιοδείας τους στην Αγγλία το 1965). Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίος και ο επόμενος στίχος («It landed foul on the grass») αφού με τη λέξη «grass» δεν εννοείται μόνο το χορτάρι αλλά και το «χόρτο». Κι εδώ, λοιπόν, υπάρχει έμμεση αναφορά ότι οι Byrds έπαιρναν μαριχουάνα. Ο Don McLean χρησιμοποιεί έναν ποδοσφαιρικό όρο («landed foul») για να δείξει την κινητικότητα που υπήρχε εκείνη την περίοδο στα μουσικά δρώμενα αλλά και για να υποδείξει τους καλλιτέχνες που ήταν εθισμένοι στα ναρκωτικά.

Μία άλλη εκδοχή δίνει στους παραπάνω στίχους μια πιο… κυριολεκτική ερμηνεία: ο Don McLean παρουσιάζει το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατούσε στις σχέσεις μεταξύ των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ένωσης. Κάποιες οικογένειες εκείνη την εποχή έφτιαξαν καταφύγια στο πίσω μέρος του σπιτιού τους, αποθηκεύοντας μπουκάλια με νερό, κονσέρβες και όπλα (τα τελευταία για να πυροβολήσουν τυχόν γείτονες που θα προσπαθούσαν να μπουν στο καταφύγιο), ενώ οι ασκήσεις ετοιμότητας σε αεροπορικές επιδρομές ήταν συχνές. Τα καταφύγια έγιναν δημοφιλή τη δεκαετία του 1950 όταν έγινε γνωστό ότι η Σοβιετική Ένωση είχε κατασκευάσει ατομική βόμβα. Η αμερικανική κυβέρνηση θεώρησε το γεγονός αυτό «απειλή» για τις Η.Π.Α. και κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες να σπείρει το φόβο στους Αμερικανούς πολίτες, συμβάλλοντας έτσι και στην αύξηση της ζήτησης όπλων. Οι δύο υπερδυνάμεις έφτασαν πολύ κοντά σε έναν πυρηνικό πόλεμο τον Οκτώβριο του 1962 με την Κρίση των Πυραύλων στη Κούβα.
Εντούτοις, πιο πιθανή φαίνεται να είναι η εκδοχή με τη μεταφορική ερμηνεία. Δηλαδή ο Don McLean να έκανε έμμεση αναφορά στους Byrds και με τους στίχους αυτούς να ήθελε να παρομοιάσει την κλιμακούμενη αναρχία με μία βόμβα που πέφτει γρήγορα και είναι έτοιμη να εκραγεί. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο καθώς δένει με τον τελευταίο στίχο: το «Eight Miles High» των Byrds κυκλοφόρησε το 1966, την ίδια περίοδο που ο Bob Dylan βρισκόταν στο περιθώριο («with the jester on the sidelines in a cast»).


Πράγματι, στις 29 Ιουλίου του 1966 ο Bob Dylan είχε ένα -παραλίγο μοιραίο- ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του. Σε μια βόλτα με μία Triumph, μπλοκάρουν τα φρένα, ο Dylan πέφτει και τραυματίζεται σοβαρά και μένει εκτός δουλειάς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Dylan αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Woodstock προκειμένου να ανακτήσει από τα τραύματά του, φυσικά και ψυχολογικά, και μέχρι το 1974 δεν ξαναέκανε περιοδεία. Τότε κάποιοι τον κατηγορήσανε ότι απολάμβανε τα χρήματα που κέρδιζε. Μέχρι και η Joan Baez ηχογράφησε ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, το οποίο καλούσε τον Bob Dylan να δραστηριοποιηθεί, ενώ σε μία εφημερίδα εμφανίστηκε ένα άρθρο με τίτλο «Ο εκφραστής της γενιάς του αρνείται το ρόλο του».
Ο ίδιος ο Bob Dylan στο βιβλίο του «Η ζωή μου» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005) γράφει χαρακτηριστικά:
- Είχα βαρεθεί να με έχουν χρίσει μεγάλο αδερφό της εξέγερσης, αρχιερέα της διαμαρτυρίας, τσάρο της αμφισβήτησης, δούκα της απείθειας, ηγέτη των παρασίτων, καγκελάριο της αποστασίας, αρχιεπίσκοπο της αναρχίας, μεγάλο αφεντικό… Είχα τραυματιστεί σ’ ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα, αλλά είχα συνέλθει. Απέκτησα παιδιά, κι αυτό μου άλλαξε τη ζωή και με απομόνωσε απ’ όλους και απ’ όλα όσα συνέβαιναν. Εκτός από την οικογένειά μου, τίποτα δεν με ενδιέφερε πραγματικά και έβλεπα τα πάντα με άλλα μάτια. Ακόμα και τα φρικαλέα νέα της εποχής, τη δολοφονία των Kennedy, του Martin Luther King, του Malcolm X, τα είδα αλλιώς. Δεν τους είδα ως ηγέτες που δολοφονήθηκαν, αλλά ως πατέρες που είχαν αφήσει τις οικογένειές τους ορφανευμένες. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αμερική, στη χώρα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, εκτιμούσα πάντοτε τις αξίες και τα ιδανικά της ισότητας και της ελευθερίας. Ήμουν αποφασισμένος να αναθρέψω τα παιδιά μου μ’ αυτά τα ιδεώδη… Προσπαθούσα να τους προσφέρω τα αναγκαία και να μην μπλέκω, αλλά τα παράσιτα του Τύπου με διαφήμιζαν συνεχώς ως εκπρόσωπο, ως εκφραστή, ως συνείδηση μιας ολόκληρης γενιάς. Πολύ αστείο. Εγώ το μόνο που είχα κάνει ήταν να τραγουδήσω τραγούδια απολύτως ειλικρινή, που εξέφραζαν μια δυναμική καινούργια πραγματικότητα. Ελάχιστα κοινά είχα και ακόμη πιο ελάχιστα γνώριζα γι’ αυτή τη γενιά την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπούσα.

Λόγω του αποχής του Bob Dylan, δόθηκε η δυνατότητα σε άλλους «παίκτες» να βγουν μπροστά («the players tried for a forward pass») και να γίνουν οι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Άλλωστε οι δουλειές του Dylan που ακολούθησαν (με εξαίρεση το δίσκο «John Wesley Harding») δεν έλαβαν ιδιαίτερα καλές κριτικές, καθώς ο τραγουδοποιός απείχε από τη στιχουργική πολυπλοκότητα και τα κοινωνικά σχόλια που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες δουλειές του, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και λιγότερο ο εκπρόσωπος της γενιάς του. Για άλλη μια φορά, η μουσική αντανακλούσε τις αλλαγές της κοινωνίας και έτσι οι Beatles, επηρεασμένοι από την ενασχόλησή τους με τον ανατολικό μυστικισμό, άρχισαν να αλλάζουν τη μορφή του rock’n’roll και αντικατέστησαν τον Bob Dylan ως η φωνή της νέας γενιάς.


Now the halftime air was sweet perfume while the sergeants played a marching tune. We all got up to dance, Oh, but we never got the chance cause the players tried to take the field; the marching band refused to yield. Do you recall what was revealed the day the music died?
Βρισκόμαστε στη μέση σχεδόν της περιόδου της επανάστασης («the halftime air») και το γλυκό άρωμα («sweet perfume») της μαριχουάνας ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα της νεολαίας, η οποία γινόταν όλο και πιο ορμητική και μαζική, ενώ συστράτευε όλο και περισσότερους φορείς. Από το Κίνημα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Νέα Αριστερά -η οποία αντιπροσωπευόταν κυρίως από τους Φοιτητές για μία Δημοκρατική Κοινωνία (SDS)- μέχρι τους Μαύρους Πάνθηρες, τους «Μετεωρολόγους», και τους Motherfuckers (ναι, υπήρχαν κι αυτοί!), όλοι επιθυμούσαν να επηρεάσουν την αμερικανική κουλτούρα («the players tried to take the field»).

Όταν την άνοιξη του 1960 ιδρύθηκε στο Μίσιγκαν η οργάνωση Students for a Democratic Society (SDS) δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση «τρομοκρατικής επίθεσης» κατά του κράτους. Ο αγώνας της όμως κατά της φτώχειας και υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης, συν την ιδεολογία του ελεύθερου σεξ και την αλληλεγγύη με το κίνημα των μαύρων, προκάλεσαν ολομέτωπη σύγκρουση με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Λίγο μετά η SDS καλούσε τους κληρωτούς να αρνηθούν τη στράτευση για το Βιετνάμ, κάτι που οδήγησε στις διαδηλώσεις στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1968. Στις 8 Φεβρουαρίου 1968 οι πεζοναύτες διέλυσαν διαδήλωση στο Orangeburg της Νότιας Καρολίνας με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις μαύροι φοιτητές, γεγονός που δείχνει πως αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι Ευρωπαίοι το αμερικανικό κίνημα προηγήθηκε σε βίαιες μεθόδους από τον γαλλικό Μάη.
Στα μέσα του 1969 ιδρύθηκε η ομάδα κρούσης Weathermen (Μετεωρολόγοι) που επιθυμούσε τη μεταφορά του επαναστατικού πνεύματος από τα πανεπιστήμια σε ολόκληρη την κοινωνία και επεδίωκε την κατεδάφιση του «τέρατος», δηλαδή του κράτους. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν οι οργανώσεις Black Mask που προσανατολίζονταν στο πολιτιστικό αντάρτικο, οι Motherfuckers που ήθελαν να τα κάψουν όλα και σύντομα προέβαλλαν ως κύριο στόχο τους τον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού και, τέλος, ενεργοποιήθηκαν οι Μαύροι Πάνθηρες (ιδρύθηκαν το 1966), που κινητοποιούσαν το μαύρο λούμπεν προλεταριάτο κατά του συστήματος (Σώτη Τριανταφύλλου, Ηλίας Ιωακείμογλου «Αριστερή Τρομοκρατία, Δημοκρατία και Κράτος», Εκδόσεις Πατάκης, 2003) .


Ο Bob Dylan περιγράφει χαρακτηριστικά την Αμερική εκείνης της εποχής:
«Η Αμερική του 1968 είχε τυλιχτεί σ’ ένα πέπλο οργής. Οι φοιτητές κατέστρεφαν αυτοκίνητα και έσπαγαν βιτρίνες. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ βύθιζε τη χώρα σε βαθιά κατάθλιψη. Οι πόλεις φλέγονταν, τα κλομπ έπεφταν βροχή. Συντηρητικοί συνδικαλιστές οικοδόμοι ξυλοκοπούσαν τους πιτσιρικάδες με μπαστούνια του baseball. Οι πειραματισμοί με το LSD έδιναν κι έπαιρναν. Η κοινωνία άλλαζε ραγδαία. Οι φοιτητές προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο των πανεπιστημίων, οι ακτιβιστές κατά του πολέμου προκαλούσαν οργισμένους διαπληκτισμούς. Μαοϊκοί, μαρξιστές, πιτσιρικάδες αριστεριστές, που διάβαζαν το εγχειρίδιο για τον ανταρτοπόλεμο του Τσε, επιδίωκαν την ανατροπή της οικονομίας. Τα οργανωμένα εκδοτικά συγκροτήματα έριχναν λάδι στη φωτιά, αναζωπυρώνοντας τις φλόγες της υστερίας. Αν καθόσουν να δεις ειδήσεις, νόμιζες ότι η χώρα ολόκληρη καιγόταν. Καθημερινά ξεσπούσε μια νέα εξέγερση σε άλλη πόλη, όλα είχαν φτάσει στο χείλος του γκρεμού και της αλλαγής».


Λαμβάνοντας υπόψη τις αυξανόμενες συγκρούσεις αυτής της περιόδου, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου θα ήταν μία κατάλληλη επιλογή για να δοθεί μεταφορικά η εικόνα του αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων: των φορέων που αντιπροσωπεύουν τη νεολαία και του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου. Έτσι, για άλλη μια φορά ο Don McLean χρησιμοποιεί μεταφορές για να μεταδώσει το κλίμα της εποχής.
Οι στίχοι αυτής της στροφής, εκτός από την εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας, αποτελούν και μία αλληγορική εικόνα για την πλήρη κυριαρχία των Beatles στο μουσικό χώρο παρά τις προσπάθειες άλλων συγκροτημάτων (Beach Boys, Monkees, κ.α.) να πάρουν την πρωτοκαθεδρία. Σ’ αυτό συνηγορεί κυρίως ο στίχος «While sergeants played a marching tune…» ο οποίος παραπέμπει στον πρωτοποριακό και καινοτόμο δίσκο «Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band» των Beatles, που κυκλοφόρησε το 1967. Ο δίσκος αυτός δεν είναι μόνο αναμφισβήτητα ο καλύτερος δίσκος των Beatles αλλά έγινε και το μουσικό «soundtrack» του Καλοκαιριού της Αγάπης.
Ο στίχος «We all got up to dance but we never got the chance» φαίνεται να εννοεί το είδος των τραγουδιών που έλεγαν οι Beatles εκείνη την εποχή, τα οποία δεν ήταν κατάλληλα για χορό, καθώς και τη συναυλία που έδωσαν το 1966 στο Candlestick Park, η οποία διήρκησε μόλις 33 λεπτά!

Μπορεί, όμως, το σχόλιο να μην αφορά μόνο τους Beatles αλλά γενικότερα τη rock που ήταν επηρεασμένη από τα ναρκωτικά και είχε γίνει περισσότερο πειραματική, σε αντίθεση με την απλούστερη και πιο χορευτική rock ’n’ roll της δεκαετίας του 1950. Στην αρχή η μουσική των βρετανικών συγκροτημάτων, με προεξέχοντες τους Beatles, ήταν ρυθμική και είχε αρκετά κοινά στοιχεία με το αμερικάνικο rock and roll. Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψαν αυτό το είδος παιξίματος ηχογραφώντας πιο ψυχεδελικά και απαιτητικά τραγούδια, λιγότερο χορευτικά και, κατά τη γνώμη του Don McLean, ακόμα λιγότερο αθώα, που ασκούσανε αρνητική επιρροή στη νεολαία.


Κατά μία άλλη εκδοχή, οι στίχοι της στροφής αναφέρονται στο μεγάλο αριθμό των νέων που τον Αύγουστο του 1968 πήγαν στο Σικάγο για το Εθνικό Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος, με την ελπίδα ότι θα ελάμβαναν μέρος στη διαδικασία («the players tried to take the field»), και το μόνο που έλαβαν ήταν τη βίαιη και οδυνηρή υποδοχή της Αστυνομίας του Σικάγο και της Εθνοφρουράς του Illinois, που χρησιμοποίησαν κλομπ και δακρυγόνα («sweet perfume») για να ξεφορτωθούν τους διαμαρτυρόμενους. Άλλοι λένε ότι οι στίχοι αναφέρονται στα επεισόδια που έγιναν σε μία διαδήλωση φοιτητών στο Kent του Ohio τον Μάιο του 1970, όπου οι αστυνομία τους εμπόδισε να προχωρήσουν, με αποτέλεσμα να γίνουν επεισόδια τα οποία έληξαν με τέσσερις νεκρούς φοιτητές.

Πάντως πιο πιθανή είναι η εκδοχή της έμμεσης αναφοράς στους Beatles καθώς και ο ίδιος ο Don McLean, σε δήλωση που έκανε το 2000, είπε ότι επηρεάστηκε από το «Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band» οπότε η σχετική αναφορά στους στίχους είναι λογικό να παραπέμπει εκεί. Παρόλα αυτά, ο χαρακτηρισμός «marching band» θα μπορούσε να παραπέμπει τόσο στους Beatles όσο και στην οπλισμένη αστική πολιτοφυλακή, η οποία αντιδρούσε όλο και πιο βίαια στις διαδηλώσεις. Η ερμηνεία, λοιπόν, των στίχων εξαρτάται από το αν θεωρήσουμε ότι ο Don McLean αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στα μουσικά δρώμενα ή αν το νόημα των στίχων του είναι περισσότερο συμβολικό και επεκτείνεται και στα κοινωνικά δρώμενα.
Ο αινιγματικός στίχος «Do you recall what was revealed» («θυμάστε τι αποκαλύφθηκε;») είναι από τους πιο διφορούμενους του τραγουδιού. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αναφέρεται στο δίσκο του John Lennon και της Yoko Ono «Two Virgins», που κυκλοφόρησε το 1968 και στο οποίο ποζάρανε γυμνοί. Άλλοι λένε ότι ο στίχος αναφέρεται στην περιβόητη φήμη για το θάνατο του Paul McCartney και άλλοι στη διάλυση των Beatles, ενώ οι περισσότεροι προτιμούν να μην ασχοληθούν καθόλου με τον στίχο. Αν θεωρήσουμε ότι το σχόλιο είναι κοινωνικό και όχι μουσικό τότε μπορεί να αναφέρεται στη βιαιότητα της αστυνομίας του Σικάγο.


Oh, and there we were all in one place, a generation lost in space, with no time left to start again. So, come on; Jack, be nimble, Jack be quick, Jack flash sat on a candlestick 'Cause fire is the devil's only friend.
Ο στίχος «we were all in one place» πιθανότατα αναφέρεται στη συναυλία που έδωσαν οι Rolling Stones στο Altamont Motor Speedway στις 6 Δεκεμβρίου 1969. Μέσα σε μία φρενίτιδα ναρκωτικών, αλκοόλ και κλιμακούμενης βίας, συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες «παιδιά των λουλουδιών». Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο στίχος αναφέρεται στο περιβόητο φεστιβάλ του Woodstock, που πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες νωρίτερα (15-18 Αυγούστου 1969). Εντούτοις, φαίνεται πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή καθώς όλοι οι στίχοι της στροφής αναφέρονται στους Rolling Stones. Στα μάτια του Don McLean η έκφραση «χαμένοι στο διάστημα» («a generation lost in space») ταιριάζει τέλεια σε μία μεγάλη και αποπροσανατολισμένη μερίδα της χίπικης νεολαίας, που δίψαγε για ειρήνη και ελευθερία αλλά ταυτόχρονα γινόταν δέσμια των ναρκωτικών ουσιών, και που στα τέλη του 1969 είχε χάσει πια την ορμή της και δεν είχε πλέον το κουράγιο να αρχίσει την επανάσταση και πάλι από την αρχή.

Υπάρχει, όμως, και η εκδοχή ότι ο στίχος «a generation lost in space» αναφέρεται στη μάχη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων για την κατάκτηση του διαστήματος, η οποία απορροφούσε τεράστια ποσά τη στιγμή που δεν είχαν λυθεί τα σοβαρά προβλήματα της φτώχειας και της κοινωνικής αδικίας. Η μάχη για την κατάκτηση του διαστήματος ερμηνεύτηκε από κάποιους και ως προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης στην οποία κατέφυγαν τόσο ο John Kennedy, ώστε να εκτρέψει την προσοχή από το φιάσκο της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων στη Κούβα, όσο και οι Lyndon Johnson και Richard Nixon, για τον δαπανηρό και ανεπιτυχή πόλεμο στο Βιετνάμ.
Ο στίχος παραπέμπει, επίσης, στη γνωστή τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας «Lost In Space», η οποία προβλήθηκε από το 1965 έως το 1968 στο CBS. Άλλωστε η φράση «lost in space» μπήκε στην καθομιλουμένη, και άρχισε να χρησιμοποιείται μεταφορικά, μετά την προβολή της εκπομπής.


Ο στίχος «Jack be nimble, Jack be quick» προέρχεται από το παιδικό τραγούδι «Jack Be Nimble», όπου οι στίχοι λένε: «Jack be nimble, Jack be quick, Jack jump over the candlestick», και που ο Don McLean το δένει με το τραγούδι των Rolling Stones «Jumpin’ Jack Flash» που κυκλοφόρησε το 1968. Στο τραγούδι αυτό, ο πρωταγωνιστής των στίχων παίζει σβέλτα με τη φωτιά υπερηφανευόμενος για την ελευθερία του. Επίσης, Jack Flash είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για την ηρωίνη, και η πρόταση «Jack Flash sat on a candlestick» περιγράφει τη μέθοδο με την οποία προετοιμάζεται η ηρωίνη για τη δόση (ο χρήστης βάζει την ηρωίνη σε ένα κουταλάκι και την ζεσταίνει κρατώντας το κουταλάκι πάνω από φωτιά). Και σ’ αυτή την περίπτωση ο Don McLean κάνει χρήση του διπλού συμβολισμού χρησιμοποιώντας ένα κύριο όνομα για να εννοήσει κάποιο άλλο. Όπως έκανε με το όνομα Lenin/Lennon, έτσι κι εδώ χρησιμοποιεί το Jack Flash αντί του Jagger. Προσέξτε, επίσης, τη λέξη «candlestick», η οποία παραπέμπει στο Candlestick Park, όπου έδωσαν οι Beatles την τελευταία τους συναυλία υπονοώντας ταυτόχρονα και το γεγονός ότι οι Rolling Stones αντικατέστησαν τους Beatles.
Ο στίχος «Fire is the devil’s only friend» παραπέμπει στο τραγούδι των Grateful Dead «Friend Of The Devil», που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1970, αλλά και στο «Sympathy For The Devil» των Rolling Stones. Διαβάζοντας ολόκληρη την πρόταση («Jack flash sat on a candlestick 'cause fire is the devil's only friend») μπορούμε να υποψιαστούμε ότι ο στίχος εννοεί πως τα ναρκωτικά είναι ο καλύτερος φίλος του διαβόλου.


Oh, and as I watched him on the stage my hands were clenched in fists of rage. No angel born in hell could break that Satan’s spell. And as the flames climbed high into the night to light the sacrificial rite, I saw Satan laughing with delight the day the music died.
Εδώ το «American Pie» φτάνει στο αποκαλυπτικό αποκορύφωμά του. Στη συναυλία των Rolling Stones στο Altamont Motor Speedway, ο Meredith Hunter, ένας 18χρονος οπαδός του συγκροτήματος, μαχαιρώθηκε θανάσιμα από τον Alan Passaro, μέλος των Hell’s Angels («no angel born in hell»), που προσέλαβαν οι Rolling Stones για την περιφρούρηση της συναυλίας κατόπιν παρότρυνσης των Grateful Dead. Αν και η δολοφονία του Hunter έγινε τη στιγμή που οι Rolling Stones έπαιζαν το «Under My Thumb», το περιστατικό συνδέθηκε με το «Sympathy For The Devil» προκαλώντας τη δημόσια κατακραυγή καθώς πολλοί σκέφτηκαν ότι το τραγούδι αυτό υποκίνησε τη δολοφονία (κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Rolling Stones δεν το έπαιζαν στις συναυλίες τους τα επόμενα έξι χρόνια).
Ο στίχος «And as the flames climbed high into the night to light the sacrificial rite» περιγράφει το γεγονός με μεταφορικό τρόπο. Ο Hunter τρέχει μέσα στο πλήθος κρατώντας ένα πιστόλι, οι Hell’s Angels τον παρεμποδίζουν και τον μαχαιρώνουν μέχρι θανάτου. Οι φλόγες που περιγράφει ο στίχος μπορεί να είναι οι φωτιές που άναψε ο κόσμος στο χώρο της συναυλίας ενώ με τον όρο «sacrificial rite» παρομοιάζει τη δολοφονία του Meredith Hunter σαν θυσία που αποτελεί μέρος κάποιας ιεροτελεστίας.


Λαμβάνοντας υπόψη το θέμα της χαμένης πίστης που διακατέχει όλο το τραγούδι είναι εύκολο να αντιληφθούμε ποιος είναι ο Διάβολος που υπαινίσσεται στους στίχους του ο Don McLean («fire is the devil's only friend» και «I saw Satan laughing»). Ο πιστός καθολικός Don McLean παρουσιάζει ως Σατανά τον ίδιο τον Mick Jagger! Ο χαρακτηρισμός δεν είναι τυχαίος δεδομένου ότι το 1967 οι Rolling Stones είχαν κυκλοφορήσει το δίσκο «Their Satanic Majesties' Request» ενώ στο περιβόητο «Sympathy For The Devil» ο Mick Jagger τραγουδά «Just call me Lucifer» και περιγράφει έναν διάβολο που καραδοκεί και χαμογελά αυτάρεσκα καθώς συμβαίνουν τρομερά πράγματα σε όλο τον κόσμο. Όπως μαρτυρούν και οι επόμενοι δίσκοι του συγκροτήματος («Beggars Banquet» του 1968 και «Let It Bleed» του 1969), οι Rolling Stones ενστερνίστηκαν έναν πιο επιθετικό μηδενισμό. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το στίχο «War, children, it’s just a shot away» από το «Gimme Shelter» που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1969. Το γεγονός αυτό, επέτρεψε στον Don McLean να παρουσιάσει τον Mick Jagger ως άτομο που υποκινεί την κοινωνική εξέγερση και την αναρχία, και που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της προηγούμενης εποχής.
Η τραγική κατάληξη της συναυλίας στο Altamont έδωσε οριστικό τέλος στα όνειρα των χίπηδων και απέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο ότι η ειρήνη, τα λουλούδια και οι διεκδικήσεις της γενιάς των sixties δεν θα μπορούσαν ποτέ να μετουσιωθούν σε πράξη. Η συναυλία εκείνη σηματοδότησε το τέλος των sixties και τη νέα εποχή των seventies.
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος και συγγραφέας –αλλά και αυτόπτης μάρτυρας της συναυλίας στο Altamont- Todd Gitlin στο βιβλίο του «The Sixties: Years of Hope, Days of Rage» περιγράφει: «Ο Mick Jagger, συμβολίζοντας την αδιαφορία και τον εγωκεντρισμό του πλήθους, είναι το επίκεντρο των γεγονότων. Για τον αφηγητή φέρει την ευθύνη που δεν απέτρεψε –και ίσως προκάλεσε- αυτά που συνέβησαν. Επίσης, προσωποποιεί μία απειλητική, επιθετική επανάσταση που είναι έμφυτη στη μουσική τους, καθώς και πόσο έχουμε απομακρυνθεί από την καλοκάγαθη και αρμονική Αμερική της δεκαετίας του 1950. Ο Jagger είναι ο Αντίχριστος του τραγουδιού που κατεδάφισε τον παλαιότερο, ειρηνικό κόσμο, ολοκληρώνοντας το έργο που είχαν ήδη αρχίσει άλλοι μουσικοί της δεκαετίας του 1960. Και είναι αυτός που επέφερε άλλο ένα χτύπημα –το τελειωτικό- στην αθωότητα μιας άλλης εποχής».
Φαίνεται πως η στάση του Don McLean απέναντι στη λεγόμενη «βρετανική εισβολή» (Beatles, Rolling Stones, Byrds κ.α.) είναι αρνητική παρά το γεγονός ότι οι Rolling Stones τα πρώτα χρόνια της καριέρας τους ηχογράφησαν αρκετά τραγούδια του παλιού καλού rock and roll, μεταξύ των οποίων και το «Not Fade Away» του Buddy Holly, ενώ οι Beatles εμπνεύστηκαν το όνομά τους από τους Crickets του Buddy Holly και είχαν επανεκτελέσει το «Words Of Love», μια σόλο σύνθεση επίσης του Buddy Holly! Ο Don McLean όχι μόνο πίστευε ότι τα βρετανικά συγκροτήματα απομάκρυναν το αμερικανικό κοινό από τις ρίζες του, αλλά επιπλέον συνδυάζει την εμφάνιση τους με τις ταραχές εκείνης της εποχής θέλοντας να υπονοήσει την αρνητική επιρροή τους.
Η στροφή που ακολουθεί βρίσκει τον Don McLean να περιπλανιέται εν μέσω των συνεπειών της Πολιτιστικής Επανάστασης της δεκαετίας του 1960. Εδώ πέφτει ο ρυθμός δραματικά και ο Don McLean αλλάζει ρόλο καθώς από απλός παρατηρητής των γεγονότων γίνεται ο ίδιος το αντικείμενο των στίχων του.


I met a girl who sang the blues and I asked her for some happy news, but she just smiled and turned away. I went down to the sacred store where I'd heard the music years before, but the man there said the music wouldn't play.
Το κορίτσι, στο οποίο αναφέρονται οι στίχοι ότι τραγουδάει blues, είναι η Janis Joplin. Είναι ο μοναδικός στίχος που δεν προκάλεσε πολλές εναλλακτικές ερμηνείες. Ο Don McLean ενθουσιασμένος από την εκρηκτική προσωπικότητα της Joplin εναπόθεσε τις ελπίδες του σ’ αυτήν για την αναγέννηση της μουσικής που ο ίδιος αγαπούσε. Όμως στις 4 Οκτωβρίου 1970, η Janis Joplin πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Ο θάνατος της Janis Joplin, μαζί με αυτόν του Jimi Hendrix λίγους μήνες νωρίτερα και του Jim Morrison αργότερα, ενισχύει την εικόνα της αποτυχίας των κινημάτων της νεολαίας. Τα ευχάριστα νέα που περιμένει ο Don McLean δεν έρχονται ποτέ…
Κατόπιν η στροφή αποκτά μία νοσταλγική ατμόσφαιρα καθώς ο Don McLean περπατά ανάμεσα στα ερείπια της γενιάς του, ψάχνοντας για κάποιο σημάδι ζωής του κόσμου όπως τον ήξερε παλιά.
Το ιερό μαγαζί («sacred store»), στο οποίο αναφέρεται ο McLean, κατά πιθανότητα είναι το ιστορικό Fillmore, στο οποίο στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έπαιξαν οι Cream, Jefferson Airplane, Pink Floyd, Led Zeppelin, Doors, Janis Joplin και πολλοί άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Θα μπορούσε, όμως, να είναι και ένα απλό δισκοπωλείο καθώς, όπως έχουμε δει και σε προηγούμενους στίχους, ο Don McLean προσδίδει θρησκευτικά στοιχεία στη μουσική. Τα δισκοπωλεία τα παλιότερα χρόνια είχαν ειδικούς θαλάμους όπου ο υποψήφιος αγοραστής μπορούσε να ακούσει το δίσκο της προτίμησής του. Αυτή η πρακτική εγκαταλείφθηκε κι ίσως αυτός να είναι ένας λόγος για τον οποίο ο Don McLean δεν μπορούσε να ακούσει την αγαπημένη του μουσική. Επιπλέον, οι δίσκοι του Buddy Holly ήταν 78 στροφών. Τη δεκαετία του 1960 οι δίσκοι των 78 στροφών είχαν πια εγκαταλειφθεί δίνοντας τη θέση τους στο νέο τότε format δίσκων, των 45 και 33 στροφών. Το σίγουρο είναι ότι, είτε το «sacred store» είναι το Fillmore είτε ένα δισκοπωλείο, ο Don McLean φεύγει απογοητευμένος αφού η μουσική που του αρέσει δεν παίζεται πλέον και ο κυνισμός της νέας γενιάς έχει εκμηδενίσει τον αθώο κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο ίδιος.


And in the streets, the children screamed, the lovers cried, and the poets dreamed. But not a word was spoken; the church bells all were broken. And the three men I admire most: The father, son, and the Holy Ghost they caught the last train for the coast, the day the music died.
Με τους πρώτους στίχους αυτής της στροφής, ο Don McLean απεικονίζει την κατάσταση της Αμερικής την εποχή που γράφει το τραγούδι, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κι ενώ μαίνεται ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Τα παιδιά που φωνάζουν («the children screamed») θα μπορούσαν να είναι είτε τα ανήλικα θύματα του άμαχου πληθυσμού στο Βιετνάμ είτε οι φοιτητές, τα γνωστά «Παιδιά των Λουλουδιών», που διαμαρτύρονται ενάντια στον πόλεμο και αντιμετωπίζονται βίαια από την Αστυνομία και την Εθνοφρουρά. Ενδεχομένως να υπάρχει έμμεση αναφορά στις ταραχές που συνέβησαν τον Μάιο του 1969 στο People’s Park του Berkeley.
Ο στίχος «the lovers cried» αναφέρεται στις χήρες συζύγους των στρατιωτών που πέθαναν στον πόλεμο ενώ ο στίχος «but not a word was spoken» ίσως να έχει σχέση με το γεγονός ότι οι συγγενείς –και ιδίως οι χήρες- των θυμάτων, δεν μιλούσαν για τον πόλεμο λόγω του πόνου που τους προκαλούσε η σκέψη της απώλειας των αγαπημένων τους. Από την άλλη, αυτή η σιωπή μπορεί να έχει σχέση με τη βίαιη αντιμετώπιση των διαδηλωτών από την εθνοφρουρά.
Κατά μία άλλη εκδοχή, οι «lovers» είναι οι χίπηδες που με ρομαντική διάθεση συμμετείχαν στις φιλειρηνικές διαμαρτυρίες. Ο Don McLean μαζί με τα παιδιά και τους ερωτευμένους (ή τους φοιτητές και τους χίπηδες) προσθέτει και τους ποιητές («the poets dreamed»), οι οποίοι ονειρεύονταν κι αυτοί την ειρήνη και εκφράστηκαν ελεύθερα μέσω των στίχων τους.

Μετά απ’ όλο το θόρυβο και τη βία αυτής της ταραχώδους εποχής, η Αμερική που προέκυψε δεν ήταν πια αυτή που ήξερε ο Don McLean δέκα χρόνια νωρίτερα. Οι παλιές αρχές και τα παλιά «πιστεύω» ήταν πια μία πεθαμένη θρησκεία («the church bells all were broken»). Οι καμπάνες της εκκλησίας που είναι σπασμένες συμβολίζουν και τους νεκρούς μουσικούς που δεν μπορούν πια να παίξουν τη μουσική αυτή που ο Don McLean θεωρεί ιερή.


Συνεχίζεται
Ο χρήστης ΠΛΑΤΩΝ δεν είναι συνδεδεμένος   Απάντηση με παράθεση