Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
Παλιά 18-12-09, 19:53   #4 Αρχή
ΠΛΑΤΩΝ
Φέριστος παράφρων
 
Το avatar του χρήστη ΠΛΑΤΩΝ
 
Εγγραφή: 04-06-2006
Περιοχή: Εις το ανώλεθρον ατελεύτητον άυλον
Μηνύματα: 1.862
Αποστολή μηνύματος μέσω MSN στον/στην ΠΛΑΤΩΝ
Προεπιλογή


Με το στίχο «The father, son, and the Holy Ghost» αντιστοιχεί την Αγία Τριάδα με τους Buddy Holly, Ritchie Valens και Big Bopper. Η ιερότητα της μουσικής έχει χρησιμοποιηθεί μεταφορικά και σε προηγούμενους στίχους. Οι θρησκευτικοί όροι απλώνονται σε όλο το τραγούδι υποδεικνύοντας την αθωότητα και την πίστη της δεκαετίας του 1950 και την ταραχώδη και «σατανική» δεκαετία του 1960. Η αναφορά της Αγίας Τριάδας έχει μεγάλη συμβολική σημασία. Αμέσως μετά τα δεινά που υπέστησαν οι Η.Π.Α., ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα αντιπροσωπεύουν μία πίστη που κάποτε εμπότιζε την αμερικάνικη ζωή και ίσως να είναι η δύναμη που θα μπορούσε να απαλλάξει τη χώρα από τα δεινά.
Κατά μία άλλη εκδοχή, η Αγία Τριάδα δεν είναι οι τρεις αποθανόντες καλλιτέχνες αλλά οι δολοφονημένοι John Kennedy, Robert Kennedy και Martin Luther King, των οποίων οι βίαιοι θάνατοι τίναξαν τα θεμέλια της αμερικανικής αισιοδοξίας.
Η αναφορά δε για το «last train for the coast» είναι ενδεικτική της σημαντικής αλλαγής που συνέβαινε στα μουσικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Τότε, ο μουσικός άξονας των Η.Π.Α. μετατοπιζόταν από τις κεντρικές Πολιτείες προς την αμοραλιστική και μεταμοντέρνα Καλιφόρνια και ιδιαίτερα στο San Francisco. Δεδομένου ότι για τον Don McLean η μουσική είναι ιερή, θα μπορούσαμε εύκολα να υποθέσουμε ότι η Αγία Τριάδα «που πήρε το τελευταίο τρένο για την ακτή» είναι συμβολικά η μετατόπιση του μουσικού ενδιαφέροντος προς τη Δυτική Ακτή.


Τέλος, κατά μία άλλη εκδοχή, ο στίχος «The father, son, and the Holy Ghost they caught the last train for the coast» μπορεί να σημαίνει μεταφορικά την απώλεια της πίστης στο Θεό και, σε συνδυασμό με τον στίχο «the church bells all were broken», να αποτελεί έμμεση αναφορά στο εξώφυλλο των New York Times με τίτλο «Is God Dead?», που κυκλοφόρησε στις 6 Απριλίου 1966 και είχε ως θέμα το πιθανό τέλος των οργανωμένων θρησκειών.
Το φινάλε του τραγουδιού είναι θλιβερό και δυσοίωνο. Κλείνει με τη λέξη «died» μην αφήνοντας περιθώρια για να υπάρξει ελπίδα ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Η μουσική πέθανε.



Ο Don McLean ηχογράφησε το «American Pie» στις 26 Μαΐου 1971, με παραγωγό τον Ed Freeman. Όταν το ολοκλήρωσε, και λίγο καιρό πριν κυκλοφορήσει, το έπαιζε στις συναυλίες του αφού εκείνο τον καιρό άνοιγε τις συναυλίες των Blood, Sweat and Tears. Μάλιστα σε αρκετές εμφανίσεις του ενημέρωνε το κοινό για το τραγούδι που θα κυκλοφορούσε σε λίγες μέρες και ζητούσε να συμμετέχει κι αυτό στο ρεφρέν.

Η διάρκεια της αυθεντικής εκτέλεσης του τραγουδιού είναι 8μιση λεπτά. Στο single χωρίστηκε σε δύο μέρη, επειδή το 45άρι δεν είχε αρκετό χώρο ώστε να χωρέσει ολόκληρο το τραγούδι στη μία πλευρά. Έτσι, στην πρώτη πλευρά ο ακροατής άκουγε τα πρώτα 4 λεπτά και 11 δευτερόλεπτα και μετά έπρεπε να βάλει το δίσκο από την άλλη πλευρά για να μπορέσει να ακούσει τα υπόλοιπα 4 λεπτά και 31 δευτερόλεπτα! Οι disc jockeys συνήθως έβαζαν την εκτέλεση του album (που ήταν ολόκληρη) γιατί έτσι είχαν τον χρόνο να ξεκουραστούν, να κάνουν ένα τσιγάρο ή να πάνε στην τουαλέτα (ή… όλα μαζί)! Κάποιοι ερμηνεύουν τη μεγάλη διάρκεια του τραγουδιού και ως συνειδητή διαμαρτυρία του Don McLean ενάντια στην πολιτική των δισκογραφικών εταιριών που οδήγησε στη διαφθορά και την εμπορευματοποίηση της ροκ μουσικής. Αν πράγματι έγινε έτσι, σίγουρα ήταν μία πολύ τολμηρή κίνηση για έναν άγνωστο τότε καλλιτέχνη.


Το τραγούδι δεν έτυχε της ενθουσιώδους υποδοχής από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς η μεγάλη του διάρκεια ήταν απαγορευτική εξαιτίας μίας πολιτικής περιορισμού του airplay στα 3 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε το «American Pie» να γνωρίσει τεράστια επιτυχία. Η πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση του «American Pie» έγινε ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, όταν δύο ραδιοφωνικοί σταθμοί της Νέας Υόρκης έπαιξαν το τραγούδι με αφορμή το κλείσιμο του Fillmore East στις 27 Ιουνίου 1971.
Στις 15 Ιανουαρίου 1972, το τραγούδι ανέβηκε στο Νο 1 των Η.Π.Α., όπου παρέμεινε 4 εβδομάδες πουλώντας 3.000.000 αντίτυπα (!), ενώ έφτασε και ως το Νο 2 της Μεγάλης Βρετανίας μετατρέποντας τον Don McLean, από έναν τραγουδιστή της folk, σε έναν διεθνή αστέρα. Στις 6 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς ανέβηκε και στο Νο 1 της Αυστραλίας, όπου παρέμεινε επίσης 4 εβδομάδες. Αν αναλογιστεί κανείς ότι όλα αυτά συνέβησαν με την «απαγορευτική» για την εποχή εκείνη διάρκεια του τραγουδιού, τότε μιλάμε για πραγματικό άθλο!
Η επιτυχία του «American Pie» ήταν τόσο μεγάλη ώστε όταν ρωτήθηκε ο Don McLean, σε μία συνέντευξή του τη δεκαετία του 1980, τι σημαίνει το τραγούδι γι’ αυτόν, αυτός απάντησε: «Σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πια να δουλέψω για την υπόλοιπη ζωή μου»! Βέβαια, στην πραγματικότητα δεν έγινε ακριβώς έτσι, καθώς ο Don McLean συνέχισε να γράφει τραγούδια. Από το 1971 έως το 2000 κυκλοφόρησε 20 δίσκους και είχε αρκετές επιτυχίες μεταξύ των οποίων και δύο Νο 1: το «Vincent» (για τον Ολλανδό ζωγράφο Vincent van Gogh) το 1972 και το «Crying» το 1980. Εντούτοις, το «American Pie» φαίνεται πως ήταν ευλογία και κατάρα μαζί, αφού η μεγάλη του επιτυχία επισκίασε τα άλλα τραγούδια του Don McLean.


Το 1973 το «American Pie» ήταν υποψήφιο για βραβείο Grammy αλλά ο Don McLean έχασε από την Roberta Flack. Η ειρωνεία είναι ότι η νικήτρια Roberta Flack την επόμενη χρονιά ξανακέρδισε το ίδιο βραβείο με το «Killing Me Softly With His Song», τραγούδι που είχε γράψει η Lori Lieberman με βάση τις εντυπώσεις της από συναυλία του Don McLean! Το τραγούδι, όμως, που την «σκότωσε» δεν ήταν το «American Pie», όπως κακώς γράφουν αρκετά sites, αλλά το «Empty Chairs».
Πάντως ο Don McLean κατάφερε, εκτός των άλλων, να ξαναβάλει στο προσκήνιο τον Buddy Holly. Σε μία συνέντευξή του στο VH1 είπε:
- Εγώ αφιέρωσα το τραγούδι στον Buddy αλλά ποτέ δεν είπα ότι το τραγούδι μιλάει γι’ αυτόν. Οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, όμως, αισθάνθηκαν αμέσως ότι υπήρξε αυτή η σύνδεση μεταξύ της ημέρας που πέθανε η μουσική και της αφιέρωσης του δίσκου. Έπαιζαν το «American Pie», έπαιζαν και το «That’ll Be The Day» του Buddy Holly, και θυμάμαι ότι το άκουγα στο ραδιόφωνο και σκεφτόμουνα ότι είναι φανταστικό το τι μπορεί να κάνει η μουσική. Έφερνα τον Buddy Holly πίσω!

Το «American Pie» αποτελεί σταθερή αξία στις συναυλίες του Don McLean. Μόνο που οι φήμες, που τον ήθελαν να αρνείται να παίξει το τραγούδι για λίγο καιρό, ανάγκασαν τον Don McLean να δώσει διευκρινίσεις:
- Λόγω ενός αυθόρμητου αστείου που έκανα στο παρασκήνιο μιας συναυλίας πριν από μερικά χρόνια, κυκλοφόρησε μια ιστορία ότι το τραγούδι μού έγινε βάρος και ότι θα σταματούσα για λίγο καιρό να το τραγουδάω. Αυτό είναι απολύτως ψέμα. Είμαι πολύ περήφανος για το «American Pie». Πάντα το τραγουδούσα για το κοινό μου και δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να το απογοητεύσω αφού είναι αυτό που μου έδωσε μία υπέροχη ζωή και μία ανείπωτη αγάπη εδώ και 30 χρόνια.

Σε ένα άρθρο στο Music World, ο Don McLean συμπλήρωσε:
- Δεν έχω πει ποτέ κάτι κακό για το τραγούδι. Ήμουν φτωχός όταν το έγραψα και μέσα σε μια νύχτα μ’ έκανε εκατομμυριούχο.


Τον Οκτώβριο του 1991 η EMI U.K. αποφάσισε να επανακυκλοφορήσει το «American Pie» εν όψει της περιοδείας του Don McLean στη Μεγάλη Βρετανία. Προς έκπληξη όλων, το τραγούδι παίχτηκε κατά κόρον από τα ραδιόφωνα και το single μπήκε στα βρετανικά charts φτάνοντας μέχρι το Νο 12. Την ίδια εποχή, ο McLean εμφανίστηκε στη δημοφιλή εκπομπή «Top Of The Pops» όπου και έπαιξε ζωντανά το «American Pie». Όπως είπε και ο ίδιος: «Νιώθω σαν να ξαναγύρισα πίσω στο 1972».
Η δισκογραφική εταιρεία, θέλοντας να εκμεταλλευτεί το ξαφνικό ενδιαφέρον του κόσμου για τον Don McLean, κυκλοφόρησε ένα «Best Of» το οποίο μπήκε στα charts την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του και έγινε χρυσό.



Το Φεβρουάριο του 2000 η Madonna κυκλοφόρησε μία εκτέλεση του «American Pie», την οποία ηχογράφησε για τις ανάγκες της ταινίας «The Next Best Thing». Η ιδέα ήταν του φίλου της, και ηθοποιού, Rupert Everett. Σύμφωνα με το σενάριο, η Abbie (την οποία υποδύεται η Madonna) και η παρέα της θα παρευρίσκονταν σε μια κηδεία ενός φίλου που πέθανε από AIDS, και θα τραγουδούσανε όλοι μαζί το «American Pie». Μετά το γύρισμα της σκηνής ο Everett έπεισε την Madonna να ηχογραφήσει τη δική της εκτέλεση και να την συμπεριλάβουν στην ταινία. Όπως κι έγινε. Την παραγωγή την έκανε ο William Orbit μαζί με τη Madonna, ενώ στα δεύτερα φωνητικά συμμετείχε και ο Rupert Everett.
Η εκτέλεση της Madonna είναι αρκετά μικρότερη σε διάρκεια από την αυθεντική (περιλαμβάνει μόνο την αρχή του πρώτου και ολόκληρο το δεύτερο και το έκτο κουπλέ) ώστε να κάνει το τραγούδι πιο φιλικό στο ραδιόφωνο. Έτσι η εκτέλεση αυτή διαρκεί 4 λεπτά και 34 δευτερόλεπτα και, επιπλέον, το ύφος του τραγουδιού από folk-rock έγινε pop-dance…


Το «American Pie» ήταν το πρώτο single που ηχογράφησε η Madonna τη δεκαετία του 2000. Στις 5 Μαρτίου του 2000 το τραγούδι έγινε Νο 1 στη Μεγάλη Βρετανία (χρυσό), όπου παρέμεινε για μία εβδομάδα, και στις 12 Μαρτίου του 2000 ανέβηκε στο Νο 1 της Αυστραλίας, όπου η Madonna γνώρισε το πρώτο της Νο 1 μετά από 10 χρόνια (το 1990 είχε ανέβει στο Νο 1 με το «Vogue»).
Η επιτυχία δεν σταμάτησε εκεί. Το «American Pie» έγινε Νο 1 και στη Γερμανία (χρυσό, καθώς και το πρώτο Νο 1 της Madonna μετά από 13 χρόνια αφού η τελευταία φορά ήταν το 1987 με το «La Isla Bonita»), Βραζιλία, Ελβετία (χρυσό), Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Καναδά, Νορβηγία, Σουηδία (πλατινένιο), Φιλιππίνες και Φινλανδία. Επίσης έφτασε ως το Νο 3 στην Αυστρία (χρυσό), Νο 4 στη Νέα Ζηλανδία και την Ολλανδία, Νο 6 στο Βέλγιο και Νο 8 στη Γαλλία. Στις Η.Π.Α., αν και το single δεν κυκλοφόρησε εκεί, έφτασε ως το Νο 29 χάρη στις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Έτσι, στο Παγκόσμιο Chart το «American Pie» της Madonna έριξε από την κορυφή το «Show Me The Meaning Of Being Lonely» των Backstreet Boys κι έγινε το single με τις περισσότερες πωλήσεις παγκοσμίως από τις 18 Μαρτίου έως τις 6 Μαΐου 2000.
Η μεγάλη αποδοχή του κατά Madonna «American Pie» οδήγησε στην κυκλοφορία διάφορων remix: Victor Calderone Filter Dub Mix (6:06), Victor Calderone Vocal Dub Mix (6:17), Victor Calderone Vocal Club Mix (9:07), Victor Calderone Extended Vocal Club Mix (10:35), Richard “Humpty” Vission Radio Mix (4:29) και Richard “Humpty” Vission Visits Madonna (5:44).

Αν και η επιτυχία της Madonna ήταν καθολική, σε μία ψηφοφορία που έκανε το BBC6 Music στις 29 Ιανουαρίου 2007, η εκτέλεση της Madonna ψηφίστηκε ως η χειρότερη δεύτερη εκτέλεση όλων των εποχών! Παρά τον χλευασμό των κριτικών, ο ίδιος ο Don McLean είπε καλά λόγια για την εκτέλεση της Madonna:
«Η Madonna είναι ένας κολοσσός της μουσικής βιομηχανίας και θα θεωρηθεί, επίσης, και ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο. Είναι καλή τραγουδίστρια, καλή τραγουδοποιός και δισκογραφική παραγωγός, και έχει τη δύναμη να εγγυηθεί την επιτυχία οποιουδήποτε τραγουδιού επιλέξει να ηχογραφήσει. Είναι δώρο γι’ αυτήν που ηχογράφησε το American Pie. Άκουσα την εκτέλεσή της και νομίζω ότι είναι αισθησιακή και μυστικιστική. Επίσης, θεωρώ ότι επέλεξε αυτοβιογραφικούς στίχους που απεικονίζουν την καριέρα της και την προσωπική της ιστορία. Ελπίζω ότι θα αναγκάσει έτσι τον κόσμο να ρωτήσει τι συμβαίνει με τη μουσική στην Αμερική. Έχω λάβει πολλά δώρα από το Θεό αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που έλαβα δώρο από μία θεά».


Το video-clip του «American Pie» περιέχει πολλές σκηνές στις οποίες η οθόνη είναι μοιρασμένη στα δύο, δείχνοντας τη Madonna να χορεύει και σύντομες σκηνές από άλλους ανθρώπους. Τα γυρίσματα έγιναν στις 10 Ιανουαρίου 2000 σε στούντιο του Λονδίνου και με σκηνοθέτη τον Philipp Stolzl. Το video αποτελεί ένα φόρο τιμής στη δεκαετία του 1970 (τη δεκαετία, δηλαδή, που ηχογραφήθηκε η πρώτη εκτέλεση). Σ’ αυτό βλέπουμε τη Madonna να χορεύει μπροστά από μία μεγάλη αμερικάνικη σημαία. Ανάμεσα στις σκηνές της Madonna προβάλλονται και σκηνές που δείχνουν συνηθισμένους ανθρώπους, παιδιά να παίζουν, μια γυναίκα μόνη σε ένα κατάστημα, διαφυλετικές οικογένειες που ποζάρουν για μία οικογενειακή φωτογραφία, λεσβίες που αγκαλιάζονται, ομοφυλόφιλοι που φιλιούνται κ.α. Στο video κάνει και μία cameo εμφάνιση ο Rupert Everett στην αγκαλιά του οποίου κάθεται η Madonna. Εντούτοις δεν περιλαμβάνονται σκηνές από την ταινία.


Μετά την επιτυχία του τραγουδιού από τη Madonna, το «American Pie» συμπεριλήφθηκε ως bonus track στο δίσκο «Music» (εκτός από την έκδοση που κυκλοφόρησε στη Βόρειο Αμερική). Στα τέλη του 2001, σε μία συνέντευξή της στο δημοσιογράφο του BBC Jo Whiley, η Madonna παραδέχτηκε ότι μετάνιωσε που συμπεριέλαβε το «American Pie» στο δίσκο της αλλά, όπως δήλωσε, έγινε παρά τη θέλησή της και κατόπιν μεγάλης πίεσης από στέλεχος της δισκογραφικής εταιρείας. Γι’ αυτό το λόγο δεν το συμπεριέλαβε στο «GHV2», τη δεύτερη συλλογή με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της.



Η εκτέλεση της Madonna δεν είναι η μοναδική. Στο παρελθόν υπήρξαν και άλλοι καλλιτέχνες που ερμήνευσαν το «American Pie». Το 1971 ο Μεξικανός ηθοποιός Francisco Colmenero το τραγούδησε στα ισπανικά ενώ το 1984 ακολούθησε ο Νικαραγουανός τραγουδιστής Hernaldo Zuniga, και το 2000 ο Eduardo Fonseca.



Το 1971, ο Φιλανδός μουσικός της rock, Hector (Heikki Harma), κατάφερε να κάνει μία φινλανδική διασκευή του τραγουδιού, με τίτλο «Suomi-Neito» (σαν να λέμε «Δεσποινίς Φινλανδία») όπου αντικατέστησε τα αμερικάνικα ζητήματα των αυθεντικών στίχων με φινλανδικά θέματα εξετάζοντας τη φινλανδική ιστορία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και την απώλεια της αθωότητας της φινλανδικής κουλτούρας.
Κατά παρόμοιο τρόπο, τη δεκαετία του 1980, ο Σουηδός τραγουδιστής Lalla Hansson ηχογράφησε τη σουηδική εκδοχή του «American Pie», με τίτλο «Nalen», που αναφερόταν στη σουηδική μουσική και στο ομώνυμο club της Στοκχόλμης.



Η πρώτη αγγλική διασκευή ήταν από τους Brady Bunch το 1972 ενώ ακολούθησαν και άλλες εκτελέσεις και μάλιστα σε διάφορες εκδοχές: ska από τους Catch 2 (οι οποίοι το παίζουν ανελλιπώς στις ζωντανές τους εμφανίσεις), εναλλακτικό-ειρωνικό ροκ από τους Killdozer το 1989 καθώς και κάποιες disco εκτελέσεις.
Το 1993, το βρετανικό συγκρότημα King’s Singers ηχογράφησε μια a cappella εκτέλεση του «American Pie», η οποία περιλαμβάνεται στο δίσκο «Good Vibrations».


Το 2008, το ηχογράφησε και ο Chris De Burgh για τις ανάγκες του δίσκου «Footsteps».
Έμμεση αναφορά του τραγουδιού υπάρχει και στο τραγούδι του Πάνου Κατσιμίχα «No Passaran», που περιλαμβάνεται στο δίσκο «Οι Μπαλάντες Των Πολυκατοικιών» (2004). Συγκεκριμένα, ο Πάνος Κατσιμίχας τραγουδάει «του Don McLean τα μακρινά φανάρια, των Pink Floyd τα όνειρα… Bye, Bye Miss American Pie».

Ο Αμερικανός τραγουδιστής της country, Garth Brooks, ερμήνευε συχνά το «American Pie» στις συναυλίες του. Μάλιστα το 1997, κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας που έδωσε στο Central Park, τον συνόδευσε και ο Don McLean μπροστά σε ένα κοινό, που αριθμούσε πάνω από 100.000 θεατές.
Η Tori Amos ερμήνευε το τραγούδι αυτό στις συναυλίες της μόνο με συνοδεία πιάνου. Απόσπασμα του «American Pie» ερμήνευαν σε συναυλίες, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, και οι Mott The Hoople με τον τραγουδιστή Ian Hunter να τραγουδάει με συνοδεία πιάνου μόνο την πρώτη στροφή, μέχρι το σημείο που λέει «the day the music died» και τότε έλεγε «or didn’t?» και όλο το συγκρότημα ξεκίναγε να παίζει το επόμενο τραγούδι.
Το 1984, η Nina Simone είχε ηχογραφήσει μία εκτέλεση, διάρκειας κάτι παραπάνω από 1 λεπτό, κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας στο Ronnie Scott του Λονδίνου. Επίσης, το ρεφρέν του «American Pie» τραγούδαγε σε κάποιες εμφανίσεις του ο τραγουδιστής των Pearl Jam, Eddie Vedder.
Στις 9 Αυγούστου του 2005, με αφορμή τη 10η επέτειο από το θάνατο του Jerry Garcia (1942-1995), μέλους των Grateful Dead, ο Tom Constanten (πρώην κιμπορντίστας του συγκροτήματος) ανοίγοντας τη συναυλία των Jefferson Airplane τραγούδησε το «American Pie» με αλλαγμένους τους στίχους, ώστε να υπαινίσσονται το θάνατο του Garcia και το πώς έμαθε τηλεφωνικά τη δυσάρεστη είδηση.


Το 1999 ο Weird Al Yankovic έκανε μία παρωδία του «American Pie» και του «Star Wars» (Ο Πόλεμος των Άστρων) για τις ανάγκες του δίσκου «Running With Scissors». Το τραγούδι λέγεται «The Saga Begins» και οι στίχοι του προέρχονται από την πλοκή της ταινίας «Ο Πόλεμος Των Άστρων: Η Αόρατη Απειλή» (Star Wars: The Phantom Menace). Υποτίθεται ότι το τραγούδι ερμηνεύει ο Obi-Wan Kenobi. Στο ρεφρέν οι στίχοι λένε: «Bye, bye this here Anakin guy, maybe Vader someday later but now just a small fry…».
Αν και ο McLean έδωσε την άδεια του για να γίνει η παρωδία, δεν έκανε κάποια εμφάνιση στο video, παρά τις σχετικές φήμες. Πάντως ο τραγουδιστής δήλωσε πολύ ευχαριστημένος με την παρωδία. Μάλιστα αποκάλυψε ότι σε κάποιες ζωντανές του εμφανίσεις παραλίγο να τραγουδήσει τους στίχους του Yankovic αντί για τους δικούς του, εξαιτίας του γεγονότος ότι τα παιδιά του άκουγαν πολύ συχνά την παρωδία!

Αυτή δεν είναι η μοναδική παρωδία που γνώρισε το «American Pie». Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ακουγόταν σε κάποιους αμερικάνικους ραδιοφωνικούς σταθμούς ένα τραγούδι με τίτλο «American Diet» και με στίχους όπως «I’m too heavy for my Chevy…». Έκτοτε ακολούθησαν δεκάδες κωμικές εκδοχές του τραγουδιού.



Το 1998, το αμερικάνικο συγκρότημα παρωδίας ApologetiX κυκλοφόρησε μία χριστιανική παρωδία με τίτλο «Parable Guy», που αναφέρεται στους αποστόλους του Χριστού.
Επίσης, ο δημοφιλής στις βορειοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, ραδιοφωνικός παραγωγός Bob Rivers έχει κάνει μία παρωδία του τραγουδιού με θέμα τις (υποτιθέμενες) σκέψεις του Don McLean για την εκτέλεση της Madonna. Στην παρωδία αυτή, το τραγούδι ξεκινά με τους στίχους:
«A long, long time ago, I can still remember when I wrote this song and made a great big pile. And now some chick with leather pants, who barely sings and cannot dance, has made a crappy version disco style…» («Πριν από πολύ-πολύ καιρό, μπορώ ακόμα να θυμηθώ, όταν έγραψα το τραγούδι αυτό κι έβγαλα χρήματα ένα σωρό. Και τώρα μια κότα που δερμάτινα φορά, που δεν ξέρει να χορεύει και με το ζόρι τραγουδά, το ‘κανε disco κι είναι σκέτη συμφορά…») (ελεύθερη απόδοση δική μου).

Το 2006, στο τελευταίο επεισόδιο της δημοφιλούς βρετανικής σατιρικής εκπομπής «Bremner, Bird and Fortune» παρουσιάστηκε ένα νούμερο στο οποίο υποτίθεται ότι ο Tony Blair (τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας) τραγουδάει το «American Pie» με στίχους που αναφέρονται στο Εργατικό Κόμμα:
«Bye-bye pro-American guy, things are heavy with Lord Levy and my luck’s running dry. Those history boys will be the ones who decide, whether this will be the day the dream dies». Ο Lord Levy, στον οποίο αναφέρονται οι σατυρικοί στίχοι, ήταν προσωπικός φίλος του Tony Blair και ο μεγάλος χρηματοδότης του Εργατικού Κόμματος. Πολλές φορές έχει ακουστεί το όνομά του σε διάφορα σκάνδαλα και για ένα διάστημα (2006-2007) τον καλούσανε συχνά για να καταθέσει στον ανακριτή.


Το «American Pie», εκτός από την ταινία «The Next Best Thing» (2000) ακούστηκε και στην ταινία «Γεννημένος Την 4η Ιουλίου» (Born On The Fourth Of July, 1989) ενώ το 2002 συμπεριλήφθηκε στη διαφήμιση της Chevrolet, όπου δείχνει έναν τύπο που οδηγεί και τραγουδάει το «American Pie». Στο τέλος, αυτός σταματάει το αυτοκίνητο αλλά είναι σαφές ότι δεν πρόκειται να βγει μέχρι να τελειώσει το τραγούδι.
Ένα χρόνο νωρίτερα η Chevrolet, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι έχει αναφερθεί το όνομά της σε διάφορα διάσημα τραγούδια, έκανε μία σειρά υπαίθριων διαφημίσεων με αφίσες που απεικόνιζαν μία κόκκινη Corvette με τη λεζάντα «Δεν γράφουν τραγούδια για τα Volvo» (πιθανόν αυτός που το σκέφτηκε να ήταν απληροφόρητος δεδομένου ότι το 1959 οι Medallions είχαν κυκλοφορήσει ένα τραγούδι με τίτλο «59 Volvo»!).

Συμπέρασμα
Προσδιορίζοντας ως θέμα του τραγουδιού την απώλεια της αθωότητας της Αμερικής, το νόημα του «American Pie» γίνεται πιο προφανές καθώς το σύνολο των χαρακτήρων τοποθετούνται καλύτερα στο ιστορικό και πολιτιστικό τους πλαίσιο. Υπάρχουν ακόμα κάποια σημεία του τραγουδιού που παραμένουν αινιγματικά και, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο δημιουργός, είναι σκόπιμα έτσι, ώστε οι στίχοι να αντηχήσουν πιο βαθιά στον ακροατή απ’ ότι ένας στίχος με πιο κυριολεκτική προσέγγιση. Αυτή η ασάφεια, επίσης, έχει προκαλέσει τόσο πολλή συζήτηση που αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες που διατήρησαν το «American Pie» στον πολιτιστικό χάρτη όλα αυτά τα χρόνια.


Το αεροπορικό ατύχημα δεν ήταν παρά ο προφητικός καταλύτης για τον θάνατο της μουσικής. Ένα προμήνυμα για όσα δεινά θα επακολουθούσαν στη μουσική και στους καλλιτέχνες που αγαπούσε ο Don McLean.
Με αφορμή τον τραγικό θάνατο των τριών καλλιτεχνών, ο Don McLean κάνει μία αποτίμηση στη μουσική σκηνή των Η.Π.Α. από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία, το αμερικανικό πολιτιστικό τοπίο άλλαξε ριζικά, περνώντας από την αισιοδοξία της δεκαετίας του 1950 στην απομυθοποίηση και την απόρριψη των κοινωνικών αξιών, μέσω των διάφορων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 1960. Μάλιστα, ο McLean τηρεί κάποια χρονολογική σειρά στα γεγονότα, δεδομένου ότι κάθε στροφή συνοψίζει συγκεκριμένες χρονολογικές περιόδους: τέλη της δεκαετίας του 1950, 1963-1966, 1966-1968, 1969 και 1970. Κάθε στροφή αποτελεί κι ένα χτύπημα ενάντια στην αγαπημένη μουσική του McLean και, με την ευρύτερη έννοια, στην αθωότητα μιας άλλης εποχής. Όλα δε τα γεγονότα καταχωρούνται ως «η ημέρα που πέθανε η μουσική» και, αναμφίβολα, το «American Pie» γίνεται το magnum opus του Don McLean.


Στην ουσία το εξαιρετικά εμπνευσμένο, και πολυεπίπεδο εννοιολογικά, «American Pie» είναι ένα τραγούδι-ύμνος στη δεκαετία του 1950. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια ήταν μία περίοδος πρωτοφανούς οικονομικής ευημερίας, καθώς η πλειοψηφία των Αμερικανών ένιωθε απελευθερωμένη από τη «Μεγάλη Ύφεση» και τον όλεθρο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μακριά από τις αβεβαιότητες της ζωής, καλλιεργήθηκε ένα κλίμα αισιοδοξίας στην αμερικάνικη κοινωνία, η οποία ζούσε στον πυρετό των γάμων, των παιδιών, των αυτοκινήτων και των σπιτιών στα προάστια, γιορτάζοντας άτυπα την επίτευξη του Αμερικάνικου Ονείρου. Τα μεταπολεμικά χρόνια, οι Η.Π.Α. κυριάρχησαν, οικονομικά και πολιτικά, κι αυτό έκανε τους πολίτες της χώρας ιδιαίτερα υπερήφανους.
Σε εκείνη την εποχή της εκτεταμένης ευημερίας, λίγοι Αμερικανοί αμφέβαλαν για την ουσιαστική καλοσύνη της κοινωνίας τους. Σε τελική ανάλυση, αυτή η εικόνα όχι μόνο τροφοδοτήθηκε έντονα από τα βιβλία και τα περιοδικά της εποχής, αλλά ενισχύθηκε σημαντικά από ένα νέο μέσο που ασκούσε ακόμα μεγαλύτερη επιρροή: την τηλεόραση, που με τις νέες οικογενειακές κωμικές σειρές απεικόνιζε μία Αμερική που ζούσε μέσα στην τρελή χαρά.


Ο Don McLean αναφέρεται στοργικά στην αγαπημένη του εποχή αγνοώντας ότι η αισιοδοξία που την χαρακτήριζε ήτανε ουτοπιστική. Κι αυτό γιατί υπήρχαν προβλήματα που σιγόβραζαν και τελικά αναδύθηκαν, έστω και με καθυστέρηση, τη δεκαετία του 1960. Ακριβώς όπως η δεκαετία του 1950 ήταν μία εποχή υπέρμετρης αισιοδοξίας, η επόμενη δεκαετία αποδείχθηκε το ακριβώς αντίθετο. Αν η μία ήταν το λευκό, η άλλη ήταν το μαύρο. Όλα τα κινήματα που έκαναν την εμφάνισή τους τη δεκαετία του 1960 αμφισβήτησαν θεμελιώδεις αξίες του δυτικού πολιτισμού και προκάλεσαν έντονες συζητήσεις για πολλά σημαντικά ζητήματα.
Αυτή η αλλαγή του κοινωνικού σκηνικού μοιραία επηρέασε και τα πολιτιστικά δρώμενα και κυρίως τη μουσική. Έτσι, το rock απομακρύνθηκε από την ενθουσιώδη απλότητα της δεκαετίας του 1950 και προσέγγισε το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο της δεκαετίας του 1960. Μάλιστα, περισσότερο από κάθε άλλο είδος μουσικής, η rock μουσική έγινε το ακριβέστερο πολιτιστικό βαρόμετρο των κοινωνικών αλλαγών. Από τις πρώτες κοινωνικές καταγγελίες του Bob Dylan και τον μεταδοτικό ιδεαλισμό των Beatles μέχρι τον άγριο μηδενισμό των Rolling Stones, το rock κατάφερε, όσο καμία άλλη μορφή τέχνης, να γίνει η φωνή μίας ολόκληρης γενιάς και να καθορίσει την ενηλικίωσή της.

Ακόμα κι αν διαφωνούμε για το αν η μουσική πέθανε την ίδια μέρα με τον Buddy Holly, θα πρέπει να παραδεχτούμε τον θαυμάσια έξυπνο τρόπο με τον οποίο ο Don McLean εκδήλωσε τα συναισθήματά του. Το «American Pie» αν και φαίνεται να είναι ένα χρονικό της πορείας του rock ‘n’ roll, στην πραγματικότητα είναι ένας κατάλογος εξιστόρησης μουσικών, κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων. Με την αντιπαράθεση του θανάτου του Buddy Holly και των συγκροτημάτων και καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1960, επιτυγχάνεται μία μεταφορά για τις ίδιες τις αξίες της Αμερικής: ο Holly ως σύμβολο της χαρούμενης αθωότητας των fifties και οι υπόλοιποι ως σύμβολο των sixties και του κατακερματισμού των αξιών της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο Don McLean είπε κάποτε ότι αυτό το τραγούδι είναι ένα μυστικό ταξίδι στο παρελθόν του. Ίσως γι’ αυτό, το υπέροχο αυτό επικό τραγούδι, με τον αξέχαστο σκοπό, αποτελείται από μία καταιγίδα κινηματογραφικών σουρεαλιστικών εικόνων. Υπό το πρίσμα των γεγονότων της εποχής, η συναισθηματική αντήχηση του τραγουδιού είναι καταφανής: λαμβάνει τη μορφή ενός ελεγειακού θρήνου όχι μόνο για το θάνατο του Buddy Holly αλλά και της ίδιας της Αμερικής.




Κείμενο-έρευνα: Κωνσταντίνος Παυλικιάνης
Ο χρήστης ΠΛΑΤΩΝ δεν είναι συνδεδεμένος   Απάντηση με παράθεση