Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
Παλιά 03-03-10, 10:25   #1 Αρχή
thiseas
Gourounaros
 
Το avatar του χρήστη thiseas
 
Εγγραφή: 03-09-2009
Περιοχή: αθήνα, αιγάλεω
Μηνύματα: 317
Arrow Φρεντερίκ Σοπέν 1810 – 1849

Βαρσοβία

Ο Φρίντερικ Φραντσίσεκ Σόπεν (Fryderyk Franciszek Szopen) γεννήθηκε στην πόλη Ζελάσοβα Βόλα (50 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας) στις 22 Φεβρουαρίου 1810, όπως αναφέρεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης ή την 1η Μαρτίου 1810, όπως υποστήριζε ο ίδιος και η οικογένειά του. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν γάλλος εμιγκρέ, που εργαζόταν ως παιδαγωγός στην αριστοκρατική οικογένεια των Σκάρμπεκ, από την οποία καταγόταν η φτωχή μητέρα του Τέκλα Γιουστίνα Κζιζανόφσκα. Ο Νικολά Σοπέν είχε αποκτήσει πολωνική συνείδηση, αφού είχε λάβει μέρος στην εξέγερση του 1794 κατά των Πρώσων και των Ρώσων, που πάντα εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Πολωνίας. Ο Φρίντερικ ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Σόπεν και το μόνο αγόρι. Η βάπτισή του έγινε στις 23 Απριλίου 1810 και έλαβε τα ονόματα Φρίντερικ (προς τιμήν του κόμη Σκάρμπεκ, εργοδότη του πατέρα του) και Φράντσισεκ (πολωνική εκδοχή του Φρανσουά, ονόματος του παππού του). Αργότερα, όταν θα μετακομίσει στο Παρίσι θα υιοθετήσει τη γαλλική εκδοχή του ονοματεπωνύμου του, Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν (Frederic Francois Chopin), με το οποίο είναι γνωστός παγκοσμίως.

Σε ηλικία οκτώ μηνών, ο Φρειδερίκος μετακόμισε με την οικογένειά του στη Βαρσοβία, όπου ο πατέρας του ανέλαβε τη θέση του καθηγητή Γαλλικών στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης. Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική, όταν προσπαθούσε να αναπλάσει αυτά που έπαιζαν στο πιάνο η μητέρα του Γιουστίνα και η μεγάλη αδελφή του Λουντβίκα. Το 1817 άρχισε μαθήματα πιάνου με τον πολυτάλαντο μουσικό Βόιτσιεχ Τσίβνι και τον επόμενο χρόνο (24 Φεβρουαρίου 1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ερμηνεύοντας το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σολ ελάσσονα» του Άνταλμπερτ Γκίροβετς. Εν τω μεταξύ, είχε συνθέσει το πρώτο του έργο, μια «Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και μέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο είχε εμπλουτιστεί με άλλες πολωνέζες, μαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς (ecossaises) κι ένα ρόντο. Η φήμη του «Σόπινεκ», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Τύπος, γρήγορα εξαπλώθηκε και στη Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ.

Το 1822, ο γερο-Ζίβνι είπε στον πατέρα του ότι δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα στον μαθητή του, αφού αυτός τον είχε ξεπεράσει σε πολλούς τομείς. Στις 23 Απριλίου 1821 συνέθεσε και αφιέρωσε στον καθηγητή του την «Πολωνέζα σε λα ύφεση μείζονα», που αποτέλεσε το αποχαιρετιστήριο δώρο του προς τον σπουδαίο δάσκαλο. Στα μέσα Ιουλίου του 1824, ο Φρειδερίκος παραπονέθηκε στη μητέρα του ότι τον τελευταίο καιρό ένιωθε ζαλάδες και μεγάλη αδυναμία. Ο πατέρας του σκέφθηκε ότι τα συμπτώματα αυτά οφείλονταν σε υπερκόπωση, αλλά ζήτησε και τη γνώμη του γιατρού, που παρακολουθούσε την κλονισμένη υγεία της αδελφής του Αιμιλίας, η οποία έπασχε από φυματίωση. Ο γιατρός διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο για υπερκόπωση, αλλά για εξασθένηση του οργανισμού του νεαρού παιδιού, του οποίου η υγεία δεν ήταν ποτέ καλή. Του συνέστησε να αλλάξει τρόπο ζωής, να πάει στην εξοχή και να ακολουθήσει ειδικό διαιτολόγιο.

Το 1826 οι γονείς του τον έγραψαν στο Ωδείο της Βαρσοβίας, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, από τον οποίον παλιότερα είχε λάβει μαθήματα πιάνου. Καλύτερο δάσκαλο δεν θα μπορούσε να βρει ο νεαρός Σοπέν, καθότι ο Έλσνερ, όντας ο ίδιος συνθέτης με ρομαντική αντίληψη, είχε συνειδητοποιήσει ότι η ευρηματικότητα του μαθητή του δεν θα έπρεπε να περιοριστεί από τη στείρα υποταγή στους ακαδημαϊκούς κανόνες. Τον Απρίλιο του 1827 η αδελφή του Αιμιλία ξεψύχησε στην αγκαλιά της μητέρα της, χτυπημένη από τη φυματίωση, που καθημερινά έστελνε εκατοντάδες ανθρώπους στον τάφο σε όλη την Ευρώπη. Ο Σοπέν συγκλονίστηκε από τον θάνατο της αδελφής του, ενώ η μητέρα του Γιουστίνα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το φοβερό χτύπημα της μοίρας.

Τον Σεπτέμβριο του 1828 ο Σοπέν πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι εκτός Πολωνίας. Συνόδευσε στο Βερολίνο τον οικογενειακό φίλο Φέλιξ Γιαρότσκι, ο οποίος θα παρακολουθούσε ένα συνέδριο ζωολογίας. Εκεί, στην πρωτεύουσα της Πρωσίας, ο νεαρός Σοπέν άνοιξε τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες, παρακολουθώντας παραστάσεις όπερας και κοντσέρτα. Στο Βερολίνο γνώρισε τον σχεδόν συνομήλικό του Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος. Στο ταξίδι της επιστροφής σταμάτησε στο Πόζναν, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρίγκιπα Άντον Ράτζιβιλ, που ήταν συνθέτης και τσελίστας. Για να ανταποδώσει τη φιλοξενία του πρίγκηπα και της κόρης του Βάντα, που έπαιζε πιάνο, συνέθεσε την «Πολωνέζα για τσέλο και πιάνο σε ντο μείζονα, έργο 3».

Στις 15 Ιουλίου 1829 ο Σοπέν πήρε το πτυχίο του με άριστα, αποσπώντας τους θερμούς επαίνους του διευθυντή του Ωδείου, Γιόζεφ Έλσνερ, ο οποίος σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Φρειδερίκος Σοπέν, σπουδαστής του τρίτου έτους. Ικανότητες εκπληκτικές, μουσική μεγαλοφυΐα. Ανοίγει νέα εποχή στη μουσική για πιάνο, τόσο με τη σπουδαία τεχνική στην ερμηνεία, όσο και με τις συνθέσεις του». Λίγο αργότερα, ο Σοπέν είδε τον Παγκανίνι σ' ένα ρεσιτάλ στη Βαρσοβία και θαμπώθηκε από την απίστευτη δεξιοτεχνία του. Προς τιμήν του συνέθεσε τις «Παραλλαγές σε λα μείζονα σε ανάμνηση του Παγκανίνι». Έπειτα από λίγες μέρες επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, μουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει δύο κοντσέρτα. Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων, που έγινε με την οικονομική στήριξη των γονέων του, αφού η αίτησή του για υποτροφία απορρίφθηκε. Ο Σοπέν ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης με το παίξιμό του, αλλά και με τα έργα του «Παραλλαγές στο La ci darem του Μότσαρτ» και το «Ρόντο αλά Κρακόβιακ». Ήταν 11 Αυγούστου 1829 και επτά μέρες αργότερα ο Σοπέν έδωσε τη δεύτερη συναυλία του στη Βιέννη, με εξίσου μεγάλη επιτυχία.

Επέστρεψε ευτυχισμένος στη Βαρσοβία, αλλά αποφασισμένος να ξαναγυρίσει στη Βιέννη το συντομότερο δυνατό. Τον Σεπτέμβριο του 1829 γνώρισε τον πρώτο αληθινό έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Κωνσταντίας Γκλαντόφσκα, μιας νεαρής μαθήτριας του Ωδείου της Βαρσοβίας. Η ανθρώπινη φωνή αποτέλεσε αυτή την περίοδο την κύρια πηγή έμπνευσης, που καρποφόρησε στην εξαίρετη μελωδία των «Νυχτερινών» (Nocturnes) και τα λυρικά τμήματα των δύο κοντσέρτων για πιάνο. Στις 19 Δεκεμβρίου 1829 έκανε την πρώτου εμφάνισή του μπροστά στο κοινό της Βαρσοβίας, ερμηνεύοντας με άλλους καλλιτέχνες διάφορα έργα από το λυρικό ρεπερτόριο. Στις 17 Μαρτίου 1830 παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια στη Βαρσοβία δικά του έργα με το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 σε φα ελάσσονα» (το αργό μέρος του οποίου ομολόγησε ότι το είχε γράψει σε ανάμνηση της Κωνσταντίας, που δεν είχε ανταποκριθεί στον ερωτά του) και τη «Φαντασία σε πολωνικές μελωδίες». Στις 11 Οκτωβρίου έπαιξε για πρώτη φορά ενώπιον κοινού το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1», που ακολουθεί χρονονολογικά το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2», παρά την αρίθμησή του.

Στις 2 Νοεμβρίου του 1830 ξεκίνησε από τη Βαρσοβία για το δεύτερο ταξίδι του στη Βιέννη. Έφτασε στην πρωτεύουσα των Αψβούργων στις 23 Νοεμβρίου και αναμένοντας να τον καλέσει κάποιος να παίξει πιάνο, πληροφορήθηκε για την εξέγερση των Πολωνών κατά των Ρώσων και θέλησε να επιστρέψει στη Βαρσοβία για να πολεμήσει. Οι γονείς του τον απέτρεψαν και τότε αποφάσισε να μεταβεί στο Παρίσι. Μέχρις ότου εκδοθεί το διαβατήριό του, μελοποιούσε πατριωτικά ποιήματα και συνέθετε θυελλώδη σόλο για πιάνο, όπως την «Πολωνέζα σε σολ ύφεση μείζονα», το «Σκέρτσο σε σι ελάσσονα, έργο 20» και τη «Σπουδή αρ. 12, έργο 10», γνωστή και ως «Επαναστατική». Όταν τελικά κατάφερε να φθάσει στη Γερμανία και έμαθε ότι η Βαρσοβία είχε πέσει στα χέρια των Ρώσων, η απελπισία του τον έφερε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ο χρήστης thiseas δεν είναι συνδεδεμένος   Απάντηση με παράθεση