|
Λογοτεχνία Πάντα είναι αναγκαίο ένα καλό προσάναμμα |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
27-12-06, 10:36 | #1 |
Capten Nick
Εγγραφή: 04-06-2006
Περιοχή: Everywhere
Ηλικία: 41
Μηνύματα: 4.681
|
Το μεγαλύτερο μυστήριο του Μορς
Χριστουγεννιάτικη ιστορία γραμμένη από τον Κόλιν Ντέξτερ, με ήρωα έναν από τους πιο γνωστούς επιθεωρητές της βρετανικής αστυνομικής λογοτεχνίας
Είχε χτυπήσει διστακτικά την πόρτα στο διαμέρισμα του Μορς στο Νορθ Οξφορντ. Ελάχιστοι είχαν ποτέ προσκληθεί σε αυτά τα δωμάτια, που ήταν γεμάτα ράφια με βιβλία και τα στοίχειωνε ο Βάγκνερ. Ακόμη κι εκείνος - ο αρχιφύλακας Λιούις - δεν είχε νιώσει ούτε μία φορά ευπρόσδεκτος επισκέπτης. Ούτε καν τις ημέρες των Χριστουγέννων. Εξάλλου, καθώς ο Μορς έγνεφε στον Λιούις να μπει μέσα, ολοκληρώνοντας την εριστική του συνομιλία στο τηλέφωνο με τον διευθυντή της τράπεζας, δεν υπήρχε τίποτε που να θυμίζει τη γιορτή της αγάπης. «Για πρόσεξέ με! Είναι καθαρά δικό μου θέμα να κρατάω μερικά κατοστάρικα στον λογαριασμό μου. Δεν ζητάω ούτε τόκο γι' αυτά. Το μόνο που ζητάω είναι, όταν φύγω, να μη με αναγκάσεις να πληρώσω εκείνες τις αναθεματισμένες τραπεζικές προμήθειες, όταν βρεθώ χρεωμένος, το οποίο συμβαίνει - πόσο; - μία, δύο φορές τον χρόνο; Δεν είμαι μίζερος με τα χρήματα» - τα φρύδια του Λιούις σηκώθηκαν ένα εκατοστό - «αλλά, αν με ξαναχρεώσεις, θέλω να μου τηλεφωνήσεις και να μου εξηγήσεις τον λόγο!». Ο Μορς κοπάνησε το ακουστικό και έμεινε σιωπηλός. «Δεν φαίνεται να έχετε επηρεαστεί ιδιαίτερα από το πνεύμα των Χριστουγέννων» τόλμησε να πει ο Λιούις. «Δεν γουστάρω τα Χριστούγεννα. Ποτέ δεν τα γούσταρα». «Θα μείνετε στο Οξφορντ, κύριε;». «Ναι, κάτι θα φτιάξω». «Τι - θα φτιάξετε το χριστουγεννιάτικο κέικ;». «Θα φτιάξω την κουζίνα. Δεν μ' αρέσει το χριστουγεννιάτικο κέικ - ποτέ δεν μου άρεσε». «Μου θυμίζετε όλο και περισσότερο τον Σκρουτζ, κύριε». «Και θα διαβάσω ένα μυθιστόρημα του Ντίκενς. Το κάνω κάθε Χριστούγεννα. 'Η μάλλον το ξαναδιαβάζω». «Αν άρχιζα να διαβάζω Ντίκενς, ποιο θα μου...;». «Πρώτα το Ρημαγμένο σπίτι και μετά τη Μικρή Ντόριτ...». Χτύπησε το τηλέφωνο και η γραμματέας του Μορς στο αρχηγείο τον ενημέρωσε ότι είχε κερδίσει ένα κουπόνι δώρου αξίας 50 στερλινών στη φιλανθρωπική λοταρία της αστυνομίας. Αυτή τη φορά ο Μορς ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του με μεγαλύτερη αβρότητα. «"Σκρουτζ", έτσι δεν με αποκάλεσες, Λιούις; Μάθε λοιπόν ότι αγόρασα πέντε εισιτήρια γι' αυτή τη φιλανθρωπική λοταρία - μία στερλίνα το ένα!». «Κι εγώ αγόρασα πέντε εισιτήρια, κύριε». Ο Μορς χαμογέλασε συγκαταβατικά. «Ας είμαστε πιο γενναιόδωροι, Λιούις! Σημασία έχει να ενισχύεις αυτές τις εκδηλώσεις και όχι να κερδίζεις!». «Θα περιμένω στο αυτοκίνητο, κύριε» είπε ήσυχα ο Λιούις. Η αλήθεια ήταν ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Μπορούσε να αντέξει τον ευέξαπτο χαρακτήρα του Μορς αλλά είχε βαρεθεί να ακούει για την ανιδιοτελή γενναιοδωρία του! Η παλιά Τζάγκουαρ τού Μορς ήταν πάλι στο συνεργείο («παραείναι τσιγκούνης για να αγοράσει καινούργια», όπως υποστήριζαν οι συνεργάτες του) και εκείνη την ημέρα ο Λιούις είχε αναλάβει την υποχρέωση να μεταφέρει τον αρχιεπιθεωρητή. Και σίγουρα (αν όλα γίνονταν με τον καθιερωμένο τρόπο) να τον κεράσει ένα - δυο ποτηράκια. Το τελευταίο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, αφού ο Μορς είχε σχεδιάσει τα πράγματα κατά τέτοιον τρόπο ώστε η άφιξή τους στου Τζορτζ εκείνο το πρωινό της Τρίτης να συμπέσει με το άνοιγμά του. Καθώς περνούσαν μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό ο Λιούις ενημέρωσε τον Μορς για όσα είχε καταφέρει να ανακαλύψει σχετικά με τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας... Οι πελάτες του Τζορτζ είχαν συγκεντρώσει 400 λίρες για να ενισχύουν το Φιλανθρωπικό Ιδρυμα Λίτλμορ για παιδιά με νοητικά προβλήματα και στο τέλος της βδομάδας αυτό το σημαντικό ποσό θα παραδιδόταν στο γραμματέα του ιδρύματος. Η Οξφορντ Τάιμς μάλιστα είχε υποσχεθεί να στείλει ένα φωτογράφο για να απαθανατίσει το σπουδαίο γεγονός. Γύρω στις 10.30 το πρωί, ο σύζυγος της κυρίας Μάικλς, της ιδιοκτήτριας, την είχε πετάξει με το αυτοκίνητο μέχρι την τράπεζα στο Κάρφαξ κι εκείνη είχε ανταλλάξει ένα πλήθος νομίσματα και χαρτονομίσματα με σαράντα κολλαριστά χαρτονομίσματα των δέκα λιρών. Στη συνέχεια, αφού αγόρασε διάφορα πράγματα (όπως σταφύλια για τη μία κόρη της, που μόλις είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο), πήρε το λεωφορείο για να επιστρέψει στο σπίτι της, όπου έφτασε λίγο μετά το μεσημέρι. Τα χρήματα, μέσα σε ένα στενόμακρο λευκό φάκελο, βρίσκονταν στην τσάντα της για τα ψώνια, μαζί με τα πράγματα που είχε αγοράσει το πρωί. Ο σύζυγός της δεν είχε επιστρέψει ακόμα από το σούπερ μάρκετ και τη στιγμή που έμπαινε ξανά στου Τζορτζ, περνώντας από το μπαρ, η κυρία Μάικλς είχε ακούσει το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Νομίζοντας (πολύ σωστά) ότι την καλούσαν από το νοσοκομείο, είχε πετάξει την τσάντα της πάνω στον πάγκο του μπαρ και είχε τρέξει για να απαντήσει. Οταν επέστρεψε, ο φάκελος είχε γίνει άφαντος. Τη στιγμή της κλοπής, στην αίθουσα του μπαρ βρίσκονταν καμιά τριανταριά άτομα, ανάμεσά τους οι τακτικοί συνταξιούχοι θαμώνες, η συνηθισμένη συντροφιά των ανέργων που έπαιζαν μπιλιάρδο και μια παρέα από κάποια εταιρεία της περιοχής, που γιόρταζε για τα Χριστούγεννα. Και - ναι! - από την πρώτη κιόλας στιγμή ο Λιούις είχε καταλάβει ότι οι πιθανότητες να βρεθούν τα χρήματα ήταν ουσιαστικά μηδαμινές. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Λιούις είχε θεωρήσει απογοητευτικές σε θλιβερό βαθμό τις τρεις τυπικές ανακριτικές προσπάθειες του Μορς. Αφού άκουσε για λίγη ώρα την καθόλου διαφωτιστική κατάθεση του ιδιοκτήτη, ο Μορς τον ρώτησε το λόγο για τη μεγάλη του καθυστέρηση στο σούπερ μάρκετ. Παρόλο που η εξήγηση ήταν αρκούντως ικανοποιητική, ο Μορς είχε ξαποστείλει τον πρώτο εκείνο μάρτυρα με τρόπο σχεδόν προσβλητικό. Σίγουρα, πάντως, κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι πιο άμεσα ή πιο καίρια ανταγωνιστικός από τον προσωρινό μπάρμαν (που είχε βάρδια το προηγούμενο πρωί), ο οποίος αρνήθηκε να απαντήσει στην κοφτή ερώτηση του Μορς για την υπέρβαση του πιστωτικού του ορίου. Τρίτη στη σειρά ήταν η ελκυστική κυρία Μάικλς με τα καστανοκόκκινα μαλλιά. Αφού πρώτα χάρισε ένα λοξό χαμόγελο αποκαλύπτοντας στον Μορς την τέλεια και ελαφρώς κιτρινισμένη από τη νικοτίνη οδοντοστοιχία της, η συντετριμμένη κυρία δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει τα δάκρυά της, καθώς προσπαθούσε να εξηγήσει στον Μορς για ποιο λόγο είχε επιμείνει να φωτογραφηθεί για την εφημερίδα με μερικά γνήσια χαρτονομίσματα και όχι με μια ψεύτικη επιταγή σε μεγέθυνση. Για μια στιγμή, όμως! Οπως ήταν σε θέση να διαπιστώσει ο Λιούις, η διάθεση του Μορς είχε υποστεί δραματική αλλαγή: Θα έλεγες ότι κάποιο φως είχε φωτίσει ξαφνικά έναν άνθρωπο που μέχρι τότε βρισκόταν στο σκοτάδι. Αυτό που ρωτούσε τώρα ο Μορς - όσο απίστευτο κι αν ακουγόταν - ήταν αν η καλή κυρία είχε στον κατοχή της ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα δερμάτινα παπούτσια σε έντονο πράσινο χρώμα. Και όταν εκείνη απάντησε καταφατικά, ο Μορς χαμογέλασε μακάρια, θαρρείς και είχε λύσει το μυστικό του σύμπαντος. Αμέσως συγκέντρωσε στην αίθουσα όχι μόνο τους τρεις, τους οποίους είχε ανακρίνει, αλλά και όλους όσοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στου Τζορτζ κι έπιναν εκεί το προηγούμενο πρωί. Καθώς περίμεναν, ο Μορς ζήτησε τους αριθμούς των κλεμμένων χαρτονομισμάτων και ο Λιούις τούς έδωσε ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο ήταν σημειωμένα βιαστικά μερικά νούμερα με στιλό διαρκείας. «Για όνομα του Θεού, βρε παιδάκι μου», είπε μέσα από τα δόντια του. «Δεν έμαθες να γράφεις στο σχολείο;». Ο Λιούις πήρε μια βαθιά ανάσα, μέτρησε ως το πέντε και κατόπιν ξανάγραψε με προσοχή τους αριθμούς σε ένα καθαρό κομμάτι χαρτί: 773741 - 773780. Ο Μορς έριξε μια βιαστική ματιά στους αριθμούς, πριν βάλει το χαρτί στην τσέπη του, και κατόπιν απευθύνθηκε στους θαμώνες του Τζορτζ. Ηταν σχεδόν σίγουρος (είπε) ποιος είχε κλέψει τα χρήματα. Αυτό όμως για το οποίο ήταν απολύτως σίγουρος, ήταν το πού ακριβώς βρίσκονταν τα χρήματα εκείνη τη στιγμή. Είχε τους αύξοντες αριθμούς των χαρτονομισμάτων - αλλά αυτό δεν είχε πια καμία σημασία. Κάποια άλλη στιγμή ο κλέφτης μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να ξοδέψει τα χρήματα - αλλά όχι πια! Και γιατί όχι; Επειδή τη συγκεκριμένη περίοδο των Χριστουγέννων το άτομο αυτό δεν είχε πλέον τη δύναμη να αντισταθεί στον καλύτερό του εαυτό. Μέσα στο μπαρ επικρατούσε νεκρική σιγή και όλοι κοιτούσαν τον Μορς σαν μαγεμένοι - κι αυτό δεν άλλαξε, όταν ο Μορς έδωσε εντολή να αντικατασταθούν τα χρήματα στον αρχικό τους φάκελο και να επιστραφούν (αδιαφορούσε για τον τρόπο) στο γραφείο του αρχιφύλακα Λιούις στο αρχηγείο της αστυνομίας στον Τάμεση εντός των επόμενων είκοσι τεσσάρων ωρών. Καθώς επέστρεφαν, ο Λιούις δεν μπόρεσε πλέον να συγκρατήσει την περιέργειά του. «Πιστεύετε αλήθεια ότι...». «Βεβαίως!». «Εμένα πάντως μου φαίνεται ότι ποτέ μου δεν θα μπορούσα να συνθέσω τα στοιχεία, κύριε». «Τα στοιχεία; Ποια στοιχεία, Λιούις; Από πού κι ως πού έχουμε κάποιο στοιχείο;». «Να, για παράδειγμα, αυτά τα παπούτσια. Πού κολλάνε;». «Ποιος είπε ότι κολλάνε κάπου; Απλώς έτυχε να ξέρω μια καλλονή με καστανοκόκκινα μαλλιά, που είχε έξι - έξι, Λιούις! - ζευγάρια παπούτσια σε έντονο πράσινο χρώμα. Ελεγε ότι της πήγαιναν». «Δηλαδή... δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την υπόθεση αυτή;». «Οχι απ' όσο γνωρίζω», μουρμούρισε ο Μορς. Το επόμενο πρωί ένας λευκός φάκελος παραδόθηκε στο γραφείο του Λιούις, παρόλο που κανείς στην υποδοχή δεν θυμόταν πότε ή πώς είχε φτάσει εκεί. Ο Λιούις τηλεφώνησε αμέσως στον Μορς και του έδωσε συγχαρητήρια για την αίσια έκβαση της υπόθεσης. «Υπάρχει και κάτι άλλο, κύριε. Είχα κρατήσει εκείνο το άσχετο κομμάτι χαρτί που είχε γραμμένους τους αύξοντες αριθμούς. Αυτά τα χαρτονομίσματα είναι ολοκαίνουργια, αλλά δεν είναι τα ίδια!». «Μη μου πεις!». Ο Μορς δεν μπορούσε να ακουστεί πιο αδιάφορος. «Δεν σας ανησυχεί αυτό;». «Θεός φυλάξοι, όχι! Φρόντισε μόνο να επιστρέψεις τα χρήματα σ' εκείνο το σούργελο με τα κόκκινα μαλλιά στου Τζορτζ και πες της την επόμενη φορά να φροντίσει να συμβιβαστεί με μια επιταγή-γίγας! Α, και κάτι άλλο, Λιούις. Είμαι αδειούχος. Συνεπώς, δεν θέλω να με διακόψει κανείς - κατάλαβες;». «Μάλιστα, κύριε. Και, χμ... Καλά Χριστούγεννα, κύριε!». «Επίσης, παλιόφιλε!» απάντησε ήσυχα ο Μορς. Οδιευθυντής της τράπεζας τηλεφώνησε την ίδια μέρα, πριν από το μεσημεριανό. «Αφορά τις τετρακόσιες λίρες που αποσύρατε χθες, επιθεωρητά. Υποσχέθηκα ότι θα τηλεφωνούσα για όποιες επιπλέον προμήθειες...». «Μα, εξήγησα στην κοπέλα», διαμαρτυρήθηκε ο Μορς. «Χρειαζόμουν τα χρήματα άμεσα». «Α, μα δεν υπάρχει πρόβλημα. Είπατε όμως ότι θα περνούσατε σήμερα για να μεταφέρετε...». «Αύριο! Αυτή τη στιγμή είμαι σκαρφαλωμένος στη σκάλα με μια ταβανόβουρτσα». Ο Μορς κρέμασε το ακουστικό και βούλιαξε πάλι στην πολυθρόνα με το σταυρόλεξο. Ομως τού ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί και μερικές από τις λέξεις που ο ίδιος είχε εκστομίσει εξακολουθούσαν να αντηχούν στο μυαλό του: κάτι για τον καλύτερο εαυτό κάποιου... Χαμογέλασε, επειδή ήξερε ότι αυτά τα Χριστούγεννα μπορεί να τα απολάμβανε, ίσως όσο και τα παιδάκια στο Λίτλμορ. Στη ζωή του είχε λύσει ένα σωρό μυστήρια, αλλά αναρωτήθηκε μήπως τώρα άρχιζε να αντιλαμβάνεται αχνά τη λύση του μεγαλύτερου από όλα. Μετάφραση Γιάννης Καστανάρας Copyright: Εκδόσεις Νάρκισσος Ο συγγραφέας Ο Κόλιν Ντέξτερ γεννήθηκε το 1930 στο Στάμφορντ. Σπούδασε στο Κέιμπριτζ και δίδαξε ελληνικά και λατινικά σε διάφορα σχολεία. Σταμάτησε να διδάσκει όταν επινόησε τον επιθεωρητή Μορς, του οποίου οι περιπέτειες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Εχει γράψει 13 μυθιστορήματα με ήρωα τον Μορς και μία συλλογή διηγημάτων. Το ΒΗΜΑ
__________________
|
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
|
|