|
Λογοτεχνία Πάντα είναι αναγκαίο ένα καλό προσάναμμα |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
17-01-09, 13:28 | #1 |
Φέριστος παράφρων
|
Η Σμαραγδένια Πόλη
Η ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΑ ΠΟΛΗ: Στην Πράσινη Ζώνη της Βαγδάτης Συγγραφέας: Rajiv Chandrasekaran Εκδόσεις: Γκοβόστη Σελίδες: 376 Τιμή: 17-19€ Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η επίθεση στο Ιράκ σχεδιαζόταν από το επιτελείο του Τζορτζ Μπους Τζιούνορ ήδη από το καλοκαίρι του 2001 -πριν από το πεσκέσι των Δίδυμων Πύργων- θα μείνουμε κατάπληκτοι από την εξοργιστική έλλειψη πρόνοιας που σημάδεψε τελικά τη μοιραία επέμβαση και την παρεπόμενη κατοχική περίοδο. Ο ανταποκριτής της Washington Post στη Βαγδάτη, Ρατζίβ Τσαντρασεκάραν, μας μεταφέρει στο χαοτικό κλίμα και -εκούσια ή ακούσια- υπογράφει μία από τις πιο σπαρταριστές και απολαυστικές αντιπολεμικές ιλαροτραγωδίες, αντάξια του Catch-22 και του Μ*Α*S*Η. Ο Ρατζίβ Τσαντρασεκάραν κάλυψε τα γεγονότα της Βαγδάτης, με βραχύβια διαλείμματα, από τον Νοέμβριο του 2002 -τέσσερις μήνες πριν από την εισβολή- έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2004: «Συνολικά έμεινα περισσότερες ημέρες στο Ιράκ [...] από ό,τι σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος Αμερικανός ανταποκριτής Τύπου». Το βιβλίο αυτό βασίζεται στις ανταποκρίσεις του, που δεν τις παραθέτει ωστόσο αυτούσιες αλλά μεταποιημένες κι ενσωματωμένες σε έναν ενιαίο αφηγηματικό κορμό, με μόνες εμβόλιμες τις συνήθως ιλαρές «Σκηνές από την Πράσινη Ζώνη». Καταγράφει με ιδιαίτερη οξύνοια και βιτριολικό χιούμορ την πρώτη κατοχική περίοδο, υπό την ηγεσία του Πολ Μπρέμερ, τα έργα και τις ημέρες της Προσωρινής Συμμαχικής Αρχής (CΡΑ), καθώς και την παράδοση-παρωδία της εξουσίας στις ιρακινές μαριονέτες. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη θητεία του L. Paul Bremer, στο διάστημα από το Μάιο του 2003 έως τον Ιούνιο του 2004, ως μια καταστροφή η οποία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αν η κατοχική αρχή που είχε επιλεχθεί κατά κύριο λόγο για την αφοσίωσή της στον Bush, δεν αγνοούσε συστηματικά τις πραγματικές τοπικές συνθήκες, μέχρι που, όπως το έθεσε ένας πρώην υπάλληλος της CPA, ''τα πάντα στράφηκαν εναντίον τους''. «Στο απόγειο της δραστηριότητάς της», σημειώνει ο συγγραφέας, «η CΡΑ απασχολούσε πάνω από 1.500 υπαλλήλους στη Βαγδάτη, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Αμερικανοί» και χλευάζει τις κοσμοπολίτικες περγαμηνές τους λίγο παρακάτω: «Τα περισσότερα μέλη της CΡΑ δεν είχαν δουλέψει ποτέ έξω από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι περισσότεροι από τους μισούς έβγαλαν για πρώτη φορά διαβατήριο προκειμένου να ταξιδέψουν στο Ιράκ. Για να επιβιώσουν στη Βαγδάτη, χρειάζονταν την ίδια προστατευτική γυάλα που είχαν κατασκευάσει οι αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες για τους εργάτες τους στη Σαουδική Αραβία, τη Νιγηρία και την Ινδονησία». Με οξυδερκή παρατηρητικότητα ο συγγραφέας δίνει τη δυνατότητα τόσο στους υπέρμαχους όσο και στους επικριτές της κατοχής να συνειδητοποιήσουν το συναισθηματικό αντίκτυπο αυτής της τραγελαφικής κατάστασης, με μια αφήγηση που περιλαμβάνει από σεξουαλικές συνευρέσεις σε άδεια γραφεία μέχρι “υιοθεσίες” αδέσποτων γατών από υπαλλήλους της CPA. Εν πολλοίς οι άνθρωποι του Μπρέμερ βρήκαν τη «γυάλα» έτοιμη: «Ο Σαντάμ ήταν αυτός που πρώτος αποφάσισε να μετατρέψει την καλύτερη κτηματική περιουσία της Βαγδάτης, που βρισκόταν πάνω στο ποτάμι, σε μια φυλασσόμενη πόλη μέσα στην πόλη, με πολυτελείς βίλες, μπανγκαλόου, κυβερνητικά κτίρια, μαγαζιά, ακόμα και ένα νοσοκομείο. Δεν ήθελε οι βοηθοί και οι σωματοφύλακές του, στους οποίους είχε παραχωρήσει διπλανά σπίτια, να μπερδεύονται με τις μάζες». Όχι πως η Εδέμ του δικτάτορα έπεσε άθικτη στα χέρια των Αμερικανών. Προτού καλά καλά το αμερικανικό τεθωρακισμένο γκρεμίσει το πελώριο άγαλμα του Σαντάμ -και το CΝΝ στείλει απανταχού της γης την εικόνα με το ισχυρό συμβολικό μήνυμα- οι εξαθλιωμένοι Ιρακινοί διαγουμιστές άρχισαν να λεηλατούν τα πάντα: «Πρώτα ασχολήθηκαν με τους υπολογιστές, τα τηλέφωνα και άλλα εύκολα για αρπαγή αντικείμενα. Στη συνέχεια, με τα έπιπλα και τα ντουλάπια αρχειοθέτησης. Μετά οι αδίστακτοι ρακοσυλλέκτες έβγαλαν τα καλώδια και τους σωλήνες από τους τοίχους. Κατά τις επόμενες ώρες, κατέφτασαν οι Ιρακινοί με ημιφορτηγά και δεκάτονα φορτηγά με καρότσες, που και αυτά ήταν κλεμμένα». Οι κατοχικές δυνάμεις αγνόησαν όλα τα δημόσια κτίρια, ακόμη και το αμύθητης αξίας Εθνικό Μουσείο -ανυπολόγιστοι θησαυροί συλήθηκαν εν ριπή οφθαλμού- κι έσπευσαν να προστατεύσουν μονάχα μια δημόσια περιουσία: το υπουργείο Πετρελαίου. Ο ανεκδιήγητος υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ μίλησε για το -φυγείν αδύνατον- «τίμημα της ελευθερίας». Ο Chandrasekaran περιγράφει καθαρά την άρνηση πολλών Αμερικανών στην Πράσινη Ζώνη να δουν την πραγματικότητα, όπως δείχνει η δήλωση του στρατηγού ότι τα παιδιά που φοβούνταν το θόρυβο από τις πτήσεις των ελικοπτέρων τα βράδια, θα έπρεπε αντιθέτως να αναγνωρίζουν σε αυτόν τις "σειρήνες της ελευθερίας". Όμως απεικονίζει και την προσπάθεια κάποιων να ξεπεράσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και να κάνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Η ζωή μέσα στην Πράσινη Ζώνη της Βαγδάτης -αυτήν που οι ίδιοι οι Ιρακινοί αποκαλούν «Σμαραγδένια Πόλη»- δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη ζωή στην υπόλοιπη Βαγδάτη. Οι Ιρακινοί χρειάζονταν βοήθεια –σωστές συμβουλές και επαρκείς πόρους– από ένα σώμα υποστήριξης καλοπροαίρετων Αμερικανών και όχι μια ολοκληρωτική κατοχή με αυτοκρατορικούς Αμερικανούς που κλεισμένοι σε ένα από τα παλάτια του τυράννου, έτρωγαν μπέικον και έπιναν μπύρα. Σε μηδέν χρόνο, οι εισβολείς δημιούργησαν μια «Μικρή Αμερική», μεταφέροντας από την πατρίδα αυτούσιες τις μουσικές τους, τις ταινίες τους, τα φαγητά τους (ακόμη και την προκλητική για τους μουσουλμάνους κατανάλωση χοιρινού), τα μαθήματα χορού σάλσα, τα μαθήματα γιόγκα έως και τις τακτικές συνεδρίες ανάγνωσης της Βίβλου. «Η αληθινή Βαγδάτη», γράφει ο δημοσιογράφος- «τα σημεία ελέγχου, τα βομβαρδισμένα κτίρια, τα απίστευτα μποτιλιαρίσματα που σε ακινητοποιούσαν, φαινόταν να είναι άλλος κόσμος. Οι κόρνες, οι πυροβολισμοί, το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή δεν διαπερνούσαν ποτέ τα τείχη. Οι κάτοικοι του παλατιού σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαν δει τον φόβο στα πρόσωπα των Αμερικανών στρατιωτών. Ο αποπνικτικός καπνός από την έκρηξη ενός αυτοκινήτου-βόμβα δεν γέμιζε τον αέρα. Η τριτοκοσμική φτώχεια και η αναρχία που θύμιζε Άγρια Δύση, οι οποίες μάστιζαν μία από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου, βασίλευαν γύρω από τα τείχη, αλλά στο εσωτερικό επικρατούσε η τέλεια οργάνωση μιας αμερικανικής κοινότητας». Ο επιπόλαιος Μπρέμερ είχε βιαστεί να διακηρύξει: «Θα δημιουργήσουμε την πρώτη πραγματική οικονομία ελεύθερης αγοράς στον αραβικό κόσμο». Για τον ίδιο και τους νεοσυντηρητικούς πάτρωνές του στον Λευκό Οίκο, ο καπιταλισμός και η δημοκρατία δεν μπορούσαν παρά να προχωρούν α λα μπρατσέτα. Το οικονομικό και ανθρώπινο κόστος αυτής της φενάκης -αν ήταν ποτέ ειλικρινής στις προθέσεις της- είναι ακόμη ανυπολόγιστο. Η απερισκεψία του Μπρέμερ να ξηλώσει ευθύς εξαρχής κάθε οργανωμένο κυβερνητικό και στρατιωτικό ιστό με τη διαβόητη «απομπααθοποίηση» (λες και, έπειτα από τόσες δεκαετίες στυγνής δικτατορίας, μπορούσε να επιβιώσει αξιόλογο δημόσιο στέλεχος χωρίς να έχει εγγραφεί στο κόμμα Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν) οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη αναρχία και στη δραματική αύξηση της εγκληματικότητας. Το βεβιασμένο πέρασμα από μια κατευθυνόμενη οικονομία -ουσιαστικά βιώσιμη μόνο χάριν στις κρατικές επιδοτήσεις- στην οικονομία της αγοράς άνοιξε τους κρουνούς της ανεργίας κι έδωσε την ευκαιρία σε δαχτυλομετρούμενα λαμόγια να πλουτίσουν με σαθρές υπηρεσίες και υπερτιμημένα κοστολόγια. «Βάζοντας μια γρήγορη υπογραφή», σχολιάζει ο συγγραφέας, «[ο Μπρέμερ] δημιούργησε αναρίθμητους νέους εχθρούς». Ο κατοχικός ηγέτης παρέδωσε στους Ιρακινούς Κουίσλινγκ ένα Ιράκ σαφώς χειρότερο από εκείνο που διά της βίας παρέλαβε. Αυτό το Ιράκ, ως ανοιχτή πληγή, κληρονομεί ο Μπαράκ Ομπάμα και κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει (ούτε ίσως και ο ίδιος) αν θα προσπαθήσει καν να σταματήσει την αιμορραγία... |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
|
|