|
Ιστορικά ή αλλιώς ''Γηράσκω αεί διδασκόμενος'' |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
02-04-07, 00:33 | #1 |
Φέριστος παράφρων
|
Μαρία Πολυδούρη: ένας άτυχος έρωτας με τον Καρυωτάκη
Η Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα, γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Γενικά, τα παιδικά της χρόνια υπήρξαν ευτυχισμένα, με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, πνευματική καλλιέργεια και φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις, προχωρημένες για την εποχή. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών. Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο ''Ο πόνος της μάνας'' δημοσιευμένο στο περιοδικό εργοχείρων και ποικίλης ύλης Οικογενειακός Αστήρ. Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα 40 ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της. Οι ενοχές της είναι έντονες, επειδή το διάστημα αυτό είχε φύγει από την Καλαμάτα, παρασυρμένη από ένα σφοδρό έρωτα παρά την κακή κατάσταση υγείας της μητέρας της. Το 1921 η Μαρία Πολυδούρη μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον ''Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων'' (1919) και τα ''Νηπενθή'' (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του. Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του. Μετά από ποικίλες μεταπτώσεις και συγκρούσεις, που κατά βάθος οφείλονταν στο ορμητικό πάθος της Πολυδούρη και στον πεσιμιστικό σκεπτικισμό του Καρυωτάκη, έρχεται ο χωρισμός. Η διακοπή του δεσμού της με τον Καρυωτάκη ωθεί την ακραία Πολυδούρη σε έντονη ζωή, με συνέπεια να εμφανίσει αδενοπάθεια και υπερκόπωση. Υποχρεώνεται να ξεκουραστεί για ένα μήνα στο Μαρούσι. Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της Πολυδούρη ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση. Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, όμως οι οικονομικές δυσκολίες και οι έντονες διασκεδάσεις χειροτερεύουν την ήδη εύθραυστη υγεία της. Παρουσιάζει φυματίωση και νοσηλεύεται στην κλινική Charite του Παρισιού. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο ''Σωτηρία''. Εκεί την επισκέπτεται για τελευταία φορά ο Καρυωτάκης λίγες μέρες πριν φύγει με μετάθεση στην Πρέβεζα, όμως οι διαφορές τους παραμένουν αγεφύρωτες. Στο νοσοκομείο η Πολυδούρη μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη και συγκλονίζεται. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο ''Οι τρίλλιες που σβήνουν'' και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο ''Ηχώ στο Χάος''. Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930. Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και τις στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το ''Ημερολόγιο'' και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Τα ''Άπαντα'' της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ''Αστάρτη'', σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο ''Βρέχει Φως''. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες ''κλασικοί'', ''έντεχνοι'' και ''ροκ'', όπως οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και το συγκρότημα Πληνθέτες. «Απρίλιος του '22. Η Μαρία [Πολυδούρη] είναι είκοσι χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Και τα νιάτα τους δειλά και άγρια, απελπισμένα και διψασμένα για πίστη θ' ανάβουν φωτιές τ' Αη Γιαννιού όπου σταθούν, όπου κοιτάξουν, όπου διαβούν, όποια στιγμή της μέρας, σ' όποιο σημείο της γης συναντηθούν κι αντικρίστουν τα μάτια τους. Κάθε φόρα που τα δάχτυλα του ενός θα ακουμπούν την επιδερμίδα του άλλου. Παντού θα υψώνονται φλόγες, να καίνε τις μαρτυρίες, να πυρπολούν τα ίχνη, να λαμπαδιάζουν τα ίδια τους τα σώματα. Γιατί άλλος κανείς δε θα 'ρθει, άλλος κανείς δεν είναι άξιος ούτε να αντικρίσει την εκτυφλωτική και καταστρεπτική φλόγα που ξαφνιάζει, γεννά, μεθά τα δύο τούτα παιδιά, ώσπου να τα κατακάψει» (Λιλή Ζωγράφου ''Κώστας Καρυωτάκης-Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της Αμφισβήτησης'', σελίδα 46) ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ ΝΑ Σ' ΑΓΑΠΩ Είμαι τρελή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει, να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών, να νιώθω τώρα πως αυτό που μου' δωσες δε φτάνει, δε φτάνει η δρόσος των παλιών. Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει, να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό, κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι. Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ. Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω; Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές. Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω, με τ' όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές. Που να' σαι; Τι ν' απόμεινε από σε να το ζητήσω; Που να' ναι το στερνό μου αυτό αγαθό; Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω, και μάταια καρτερώντας να χαθώ. Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ. Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα όλης σου της ψυχής το θησαυρό. Τα λόγια σου! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει, μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί. Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει, μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί. Τα λόγια σου με μέθησαν τη μέθη του θανάτου κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου, ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν. Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου, τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω; Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου, να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ, ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μεις στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας, μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής. Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα, και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή. Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή. |
02-04-07, 02:09 | #2 |
Φυσική Ξανθιά
|
Δεν είναι άδικο που χάθηκε με αυτό τον τρόπο ένα τόσο αγαπημένο ζευγάρι?
|
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
|
|